Η πανδημία έφερε σημαντικές αλλαγές σε πολλούς τομείς. Μια από αυτές αφορά στο πώς οργανώνεται η ανθρώπινη εργασία στο πλαίσιο της συνεχούς και αλματώδους εξέλιξης της ψηφιακής τεχνολογίας. Με το ξέσπασμα της πανδημίας ο αριθμός των εργαζομένων, που απασχολείται αποκλειστικά ή ορισμένες ημέρες από το σπίτι του ή/ και εκτός του χώρου εργασίας του, κυριολεκτικά γιγαντώθηκε (remote/ hybrid work). Παράλληλα με αυτή την εξέλιξη πολλές επιχειρήσεις και εθνικές κυβερνήσεις άρχισαν να εφαρμόζουν πιλοτικές εφαρμογές της 4ήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
Σήμερα πραγματοποιούνται σχετικά εγχειρήματα σε περισσότερα από 20 κράτη και χιλιάδες επιχειρήσεις με εξαιρετικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα σύμφωνα με πρόσφατη (21/02/23) Έκθεση Αποτίμησης της Πιλοτικής Εφαρμογής του μέτρου στη Βρετανία, που υπογράφουν κορυφαίοι επιστήμονες, όπως η Juliet Schor, το 92% των επιχειρήσεων, που εφάρμοσαν αυτό το μέτρο, θα το συνεχίσουν και μάλιστα το 18% αυτών σε μόνιμη βάση, αφού διαπίστωσαν σημαντικά οφέλη στη ψυχική υγεία και στη διανοητική ευεξία των εργαζομένων τους. Το 39% των εργαζομένων δήλωσαν μειωμένο άγχος και το 71% παρουσίασαν εμφανέστατα μειωμένα επίπεδα εργασιακής εξουθένωσης (burnout) με την ολοκλήρωση της εξάμηνης δοκιμαστικής περιόδου της 4ήμερης εργάσιμης εβδομάδας.
Αντίστοιχα θετικά ευρήματα εντοπίζονται και σε πλήθος άλλων περιπτώσεων, όπως λ.χ. είναι η Ισλανδία, όπου η κυβέρνηση από κοινού με τα συνδικάτα και την τοπική αυτοδιοίκηση εφάρμοσαν το μοντέλο της 4ήμερης εβδομαδιαίας εργασίας σε διαδοχικές φάσεις κατά τη χρονική περίοδο 2015-2019. Και εδώ οι εργαζόμενοι, μετά το πέρας του προγράμματος, εξέφρασαν μεγαλύτερη ικανοποίηση από την εργασία και σημαντική βελτίωση στη ψυχική και σωματική υγεία τους. Αυτό το γεγονός συνοδεύτηκε από σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, αλλά και από σημαντικό περιορισμό αδειών ασθενείας και φαινομένων απουσίας από την εργασία.
Το ενδιαφέρον για τη μείωση των εβδομαδιαίων ημερών εργασίας συχνά συνδέεται και με άλλους ιδιαίτερα επιτακτικούς λόγους, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και η μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των επιχειρήσεων και των κτιρίων τους. Για παράδειγμα τα κτίρια στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνεισφέρουν το 40% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας και το 36% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σύμφωνα με τις απογραφές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (In focus: Energy efficiency in buildings, 2020). Σε αυτό το πλαίσιο, οι εθνικές κυβερνήσεις, είναι υποχρεωμένες να λάβουν μέτρα για τη μείωση των σχετικών εκπομπών από τα κτίρια. Παρόμοια πολιτική υιοθέτησε και η Ελλάδα με τις ρυθμίσεις του Ν.4936/2022 «Εθνικός Κλιματικός Νόμος- Μετάβαση στη κλιματική ουδετερότητα και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή».
Επομένως σοβαροί λόγοι, που άπτονται των στόχων της βιώσιμης περιβαλλοντικής ανάπτυξης, ενισχύουν το επιχείρημα περιορισμού της εργασίας στα γραφεία και στους παραδοσιακούς χώρους εργασίας, το οποίο με τη σειρά του ενθαρρύνει την εφαρμογή της 4ήμερης εργάσιμης εβδομάδας.
Άλλωστε με την εργασία από το σπίτι και την 4ήμερη εβδομάδα εργασίας προκύπτουν και άλλα θετικά αποτελέσματα, όπως η συμφιλίωση των οικογενειακών καθηκόντων με τις εργασιακές υποχρεώσεις, ο περιορισμός των οδικών ατυχημάτων και της οδικής κυκλοφορίας, αλλά και ο ψηφιακός μετασχηματισμός των επιχειρήσεων και της οικονομίας. Επίσης για τους εργαζόμενους τα οφέλη είναι πολύ απτά. Η μείωση της εβδομαδιαίας μετακίνησης από και προς την εργασία συνεπάγεται μειωμένο άγχος, αλλά και πολύ σημαντική εξοικονόμηση κόστους (remote dollars) ειδικά στις παρούσες συνθήκες ανέχειας και υψηλού πληθωρισμού.
Για να υλοποιηθούν όλα τα παραπάνω θα πρέπει να ισχύουν πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις:
α) Η 4ήμερη εβδομαδιαία εργασία συνιστά μια ουσιαστική εκδοχή μείωσης του χρόνου εργασίας, μόνον αν συνοδεύεται από συλλογικές ρυθμίσεις, οι οποίες πάντοτε έχουν πιο μόνιμα αποτελέσματα και εμποδίζουν την εντατικοποίηση της εργασίας, όπως λ.χ. το δικαίωμα αποσύνδεσης από την εργασία. Ιδιαίτερης προσοχής χρήζει η χαρακτηριστική μεταστροφή των κολοσσών του διαδικτύου (Big Tech), που από πρωτοπόροι στην εφαρμογή της εργασίας από το σπίτι πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας σήμερα απολύουν μαζικά πολλούς εργαζόμενους, αλλά και απαιτούν να επιστρέψουν όλοι πίσω στα γραφεία τους.
β) Η 4ήμερη εβδομαδιαία εργασία έχει χειροπιαστά αποτελέσματα για τον κόσμο της εργασίας, μόνον αν συνοδεύεται από διατήρηση ή ακόμη καλύτερα και αύξηση των μισθών. Το «συμπιεσμένο» ωράριο σε λιγότερες ημέρες εργασίας την εβδομάδα ή η αναλογική/ μερική μείωση των μισθών δεν αποτελεί λύση, όταν η ακρίβεια ροκανίζει το εργατικό εισόδημα και τα χρέη των εργαζομένων αυξάνονται. Σε αυτήν την περίπτωση, η 4ήμερη εργασία θα οδηγήσει στην περαιτέρω αύξηση των ανισοτήτων, καθώς και στην αύξηση της δευτερεύουσας εργασίας και σε κάποιο βαθμό της ανασφάλιστης εργασίας με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη μεσοπρόθεσμη συνολική μείωση των μισθών.
γ) Η 4ημερη εργάσιμη εβδομάδα θα είναι μια βελτιωτική για το κοινωνικό σύνολο μεταρρύθμιση, μόνον αν εφαρμοσθεί προσεκτικά, όπως έγινε στην Ισλανδία, και μάλιστα υπό την πίεση του εργατικού κινήματος και των προοδευτικών δυνάμεων. Η διάψευση της προφητείας του Κέυνς και σε κάποιο βαθμό του Μαρξ περί του ότι η τεχνολογική άνοδος και η βελτίωση της παραγωγικότητας θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στην μείωση του χρόνου εργασίας, εδράζεται ακριβώς σε αυτό το σκεπτικό.
Όπως υπογραμμίζεται σε μια πρόσφατη (2021) μελέτη των Lewis και Stronge, ο χρόνος εργασίας ποτέ και σε καμία εκδοχή του δεν μειώθηκε από φιλανθρωπία ή καλοπροαίρετη διάθεση των εργοδοτών, αλλά ύστερα από μαζικούς αγώνες και εργατικές κινητοποιήσεις.
Η ΝΔ, αφού κατήργησε την επέκταση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και τις ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τα εργασιακά δικαιώματα με τις αντιεργατικές διατάξεις του Ν.4635/2019 και του Ν.4808/2021, κατέστησε την υπερωριακή απασχόληση ακόμα φθηνότερη και ευκολότερη για τους εργοδότες, μολονότι η Ελλάδα είναι από τα πρώτα κράτη ως προς το ποσοστό εργαζομένων, που δουλεύουν περισσότερες από 49 ώρες την εβδομάδα. Πρόκειται για μια ταξική επιλογή μείωσης του μισθολογικού κόστους εργασίας. Η μείωση των εβδομαδιαίων ημερών εργασίας στην Ελλάδα δεν αποτελεί μείωση του συνολικού χρόνου εργασίας και μπορεί να γίνει εφικτή ύστερα από ατομική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου με αναπόδραστη συνέπεια να μετατρέπεται σε ουσιαστικά απλήρωτη προσαύξηση των ωρών της επιπρόσθετης απασχόλησης. Το επιχείρημα της Κυβέρνησης Μητσοτάκη ότι αντίστοιχες ρυθμίσεις απαντώνται και στο εργατικό δίκαιο άλλων κρατών είναι έωλο.
Σε άλλα κράτη, που ισχύουν αντίστοιχες ρυθμίσεις, ο φόβος της ανεργίας δεν είναι τόσο διευρυμένος και έντονος, οι εργαζόμενοι έχουν περισσότερες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας, οι μηχανισμοί ελέγχου εφαρμογής της κείμενης εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας είναι πολύ πιο ισχυροί σε αντίθεση με την συνεχώς επιδεινούμενη αντίστοιχη κατάσταση στην Ελλάδα ιδίως μετά την κατάργηση του ΣΕΠΕ από την Κυβέρνηση της Ν.Δ., ενώ σύμφωνα με στοιχεία από την Μελέτη του πρώην Ειδικού Γραμματέα του ΣΕΠΕ Παναγιώτη Κορφιάτη για το 2021 το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι πολύ υψηλότερο δηλαδή 60% στην Ε.Ε. έναντι 15% στην Ελλάδα και φυσικά η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων πολύ μεγαλύτερη από ο,τι στην Ελλάδα, η οποία είχε την 5η χαμηλότερη θέση στην ΕΕ το 2021 και μάλιστα πριν την πρόσφατη έκρηξη του πληθωρισμού).
Συμπερασματικά, η 4ημερη εβδομαδιαία εργασίας δεν είναι πανάκεια για όλα τα προβλήματα των εργαζομένων, αλλά μπορεί να είναι εξαιρετικά υποστηρικτική για τους ίδιους, την προστασία του περιβάλλοντος και την ενίσχυση της βιώσιμης ανάπτυξης. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου η τελευταία μείωση των χρονικών ορίων εργασίας πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, είναι όχι απλώς σκόπιμη αλλά μάλλον επιβεβλημένη.
Πέραν όλων αυτών, όμως, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και ουσιαστικός δημόσιος διάλογος για την εφαρμογή της 4ήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Και αυτό, γιατί το εν λόγω πείραμα της 4ήμερης εβδομάδας εργασίας συχνά αποτελεί προϊόν εργοδοτικής πρωτοβουλίας, που συνδυάζεται με μειώσεις αποδοχών και έτσι αποβαίνει σε βάρος των εργαζομένων, όπως υποστηρίζουν οι Burchell και Frayne, που μελετούν αυτό το θέμα στο Παν/μιο Cambridge.
Σε αυτό το ζήτημα στην περίπτωση της Ελλάδας οι εργοδότες εξυπηρετήθηκαν από τις αντεργατικές ρυθμίσεις του Ν. 4808/2021 επί ζημία των εργαζομένων. Οι προοδευτικές δυνάμεις και τα συνδικάτα οφείλουν να διεκδικήσουν όχι μόνο την κατάργηση τους, αλλά και τη συνολική μείωση του χρόνου εργασίας, έτσι ώστε να πετύχουν όχι μόνο την ελάττωση των ημερών εργασίας, αλλά και κυρίως τη μείωση της εντατικοποίησης της εργασίας, χωρίς καμία απώλεια αποδοχών.