50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο

Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο…

Φέτος, η επέτειος της τουρκικής εισβολής είναι διαφορετική από όσες προηγήθηκαν, σημειολογικά τουλάχιστον, καθώς έχουν συμπληρωθεί πενήντα χρόνια από εκείνο το ολέθριο πρωινό του 1974. Μισός αιώνας ο οποίος, όσο μικρός κι αν μοιάζει, τελικά για όσους έζησαν τα γεγονότα είναι μια αιωνιότητα που χωρίζει τις γενιές τού τότε και του σήμερα. Την Κύπρο του τότε και του σήμερα. Με ένα κόστος αντίστοιχο. Δυσβάσταχτο. Που περιστρέφεται γύρω από μία και βασική απορία: εάν με όσα άλλαξαν έκτοτε – και δεν υπάρχει κάτι που να μην άλλαξε δραματικά μάλιστα – υπάρχει ακόμα η δυνατότητα επιστροφής στο ένα. Σε ένα νησί ενιαίο, επανενωμένο.

Στην όποια αναφορά στο Κυπριακό, που κι αυτή δεν είναι πια αυτονόητη όπως παλιά καθώς το θέμα δεν ιεραρχείται ως πρώτο στα προβλήματα που απασχολούν την εδώ κοινωνία, οι Ελληνοκύπριοι, οι περισσότεροι τουλάχιστον, προσπαθούν να ανακαλύψουν πιο πολύ από ποτέ πού βρίσκεται το ευκταίο και πού το εφικτό. Πόσο και τι θα άλλαζε μια λύση, για την οποία κανείς δεν είναι σίγουρος πια ότι μπορεί πρακτικά να προκύψει υπό τις οποιεσδήποτε συνθήκες, αλλά και εάν αυτή η λύση θα ήταν προς όφελός τους, ειδικά με μια Τουρκία η οποία, εξαιρουμένων σύντομων περιόδων με άλλα κίνητρα, ρέπει με ωμότητα προς τον αναθεωρητισμό αλλά και την επεκτατικότητα.

Απλά ειπωμένο, οι Ελληνοκύπριοι, όσο κι αν θέλουν τη λύση – εάν τη θέλουν, διότι για πολλούς έστω και ανομολόγητα δημοσίως η λύση είναι αναγκαστικά το δόγμα «τζείνοι ποτζεί τζαι εμείς ποδά» που πάει να πει «εκείνοι από ‘κεί και εμείς από ‘δώ» –, όσο λοιπόν και εάν η πλειοψηφία επιθυμεί τη λύση, όπως λένε όλες οι δημοσκοπήσεις, το ζήτημα της επόμενης ημέρας είναι σήμερα τόσο δύσκολο όσο δεν υπήρξε ποτέ, μιας και η Τουρκία παραμένει επιθετική και κανείς δεν μπορεί πια να φανταστεί πώς θα μπορούσαν να δημιουργηθούν και να διασφαλιστούν οι απαραίτητες συνθήκες για την επιβίωση των Ελλήνων της Κύπρου σε βάθος χρόνου. Πολλώ δε μάλλον όταν βλέπουν και τους ίδιους τους Τουρκοκύπριους να έχουν μετατραπεί πια οριστικά σε μειονότητα στα Κατεχόμενα, να καταπιέζονται παντοιοτρόπως και να υφίστανται μια συστηματική προσπάθεια αφανισμού της δικής τους ταυτότητας και της πλήρους ενσωμάτωσής τους στην Τουρκία.

Οι Ελληνοκύπριοι, οι περισσότεροι τουλάχιστον, προσπαθούν να ανακαλύψουν πιο πολύ από ποτέ πού βρίσκεται το ευκταίο και πού το εφικτό.

Το αντεπιχείρημα εμπερικλείεται εν πολλοίς στο ερώτημα πώς μπορεί κάποιος να γνωρίζει ότι η παρέλευση του χρόνου, αναξιοποίητου, δεν δημιουργεί ακόμη πιο επικίνδυνες συνθήκες, αφού το ζητούμενο είναι η επιβίωση των Ελλήνων της Κύπρου. Και είναι ομολογουμένως ένα πολύ λογικό επιχείρημα, ιδιαίτερα εάν σκεφτεί κανείς τα όσα έχουν προηγηθεί και το πώς, χρόνο με τον χρόνο, τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα, όλο και πιο επικίνδυνα.

Τα διλήμματα αυτά δεν αφορούν βεβαίως μόνο τους πολίτες. Αφορούν και την ηγεσία. Η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί, όπως και οι πλείστες προηγούμενες, να οδηγήσει τα πράγματα στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και προς αυτή την κατεύθυνση έχει διευκολύνει όσο μπορούσε την προσωπική απεσταλμένη του γ.γ. του ΟΗΕ να βρει κάποιο σημείο επαφής ανάμεσα στην ολοφάνερα εκτός του πλαισίου λύσης τουρκική πλευρά, η οποία απαιτεί δύο κράτη, και την ελληνοκυπριακή πλευρά, η οποία παραμένει εντός του πλαισίου, έχοντας όμως ελάχιστα πλέον περιθώρια παραχωρήσεων.

Παρά ταύτα, η Λευκωσία συνεχίζει κανονικά την προσπάθεια, έστω και χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες, και αυτό είναι επίσης ολοφάνερο, ελπίζοντας πως η επιμονή του γ.γ. του ΟΗΕ για κάποια πρόοδο τον Σεπτέμβριο, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, θα αποφέρει κάτι. Και το ελάχιστο θα είναι ικανοποιητικό με το αδιέξοδο των ημερών.