Η διαφωνία του ΣΥΡΙΖΑ στο νέο νομοσχέδιο για την παιδεία που ψηφίστηκε την Πέμπτη βρίσκεται στη φιλοσοφία που το διέπει και όχι στις λεπτομέρειες.
Με το νομοσχέδιο αυτό καταργείται η κοινωνική κινητικότητα που ήταν εφικτή μέχρι τώρα μέσω της δημόσιας παιδείας και του δημόσιου πανεπιστημίου: η τάξη ως μικρογραφία της κοινωνίας, με παιδιά από διαφορετικές κοινωνικές καταγωγές, με διαφορετικά ενδιαφέροντα και ταλέντα, που το καθένα με τις δικές του ικανότητες, θα εμπλουτίσει την εμπειρία του μαθήματος και θα εξελίξει τις γνώσεις και των υπολοίπων συμμαθητών. Η σύγχρονη παιδαγωγική μιλάει για διαφορετικές «νοημοσύνες», για παιδιά με διαφορετικά ταλέντα που «ξεκλειδώνουν» με άλλη προσέγγιση το καθένα. Η σύγχρονη παιδαγωγική όμως δεν αφορά την ξεπερασμένη, ομοιόμορφη λογική των εξετάσεων της ΝΔ: όλα τα παιδιά θα δίνουν εξετάσεις και θα διαχωρίζονται σε «καλύτερα» και «χειρότερα», σε μια ευαίσθητη ηλικία που ένας τέτοιος χαρακτηρισμός μόνο κακό θα κάνει.
Και ας μην ξεχνάμε την παραπαιδεία: γιατί οι εξετάσεις είναι συνυφασμένες με το «σπρώξιμο» από το σπίτι μέσω των ιδιαίτερων και φροντιστηρίων, με την ανάλογη πίεση σε όλη την οικογένεια, οικονομική και συναισθηματική. Επομένως, οι φτωχοί μαθητές θα μένουν –ακόμη- πιο πίσω, οι έχοντες θα επενδύουν στις εξετάσεις. Και μετά; Είναι προφανές ότι το σχολικό περιβάλλον γίνεται τοξικό, με τον ανταγωνισμό πανταχού παρόντα. Οι κοινωνικές διακρίσεις θα μπουν και θεσμικά στο σχολικό περιβάλλον, ενώ υποτίθεται ότι το σχολείο παλεύει να αμβλύνει τέτοια φαινόμενα ανάμεσα στα παιδιά όσο αυτά μαθαίνουν να αυτονομούνται μέσα στην τάξη και χτίζουν την προσωπικότητά τους. Τα πρότυπα σχολεία θα είναι για τους προνομιούχους, τα δε «υπόλοιπα» σχολεία, θα αφεθούν στη μοίρα τους, ενώ θα σηκώνουν το βάρος της εκπαίδευσης για τη συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών. Μέσα σ’ αυτή τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα μέτρων, μπήκε και η εντελώς αναχρονιστική και άκυρη επαναφορά της διαγωγής, σύμβολο μιας άλλης εποχής, με εφαρμογή και αξία καμία στη σύγχρονη εποχή εκτός από την επικοινωνιακή, για το ακροδεξιό ακροατήριο της ΝΔ.
Κεντρικός σκοπός του νομοσχεδίου είναι η δημόσια παιδεία να προσφέρει τα απολύτως βασικά στους πολίτες προκειμένου να αναγκάζονται να πληρώνουν τα υπόλοιπα και να μην κοστίζει στο κράτος, οπότε οι μαθητές ανά τάξη αυξάνονται (ένα βασικό στοιχείο στο οποίο μέχρι τώρα τα δημόσια σχολεία υπερτερούσαν των ιδιωτικών), οι οργανικές των εκπαιδευτικών μειώνονται και το άρθρο 16 στην τριτοβάθμια εκπαίδευση παρακάμπτεται δια της πλαγίας. Στα δημόσια ελληνικά πανεπιστήμια που τώρα η κυβέρνηση της ΝΔ τα αποθεώνει, ενώ ως αντιπολίτευση τα κατηγορούσε, εντάσσει τη δυνατότητα ξενόγλωσσων προγραμμάτων με δίδακτρα και χωρίς εξετάσεις, μόνο για αλλοδαπούς φοιτητές, θεωρητικά. Επειδή όμως η ευρωπαϊκή νομοθεσία άλλα επιτάσσει, η απαγόρευση της συμμετοχής των Ελλήνων φοιτητών στα ξενόγλωσσα τμήματα θα καταπέσει στο ΣτΕ και η τελευταία αυτή κερκόπορτα παραβιάζεται: σπουδές στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια με δίδακτρα.
Το πραγματικά άριστο δημόσιο σχολείο είναι δικαίωμα όλων των παιδιών και υποχρέωση του κράτους προς όλους τους πολίτες και τα παιδιά τους, ανεξαρτήτως περιοχής ή κοινωνικού – οικονομικού επιπέδου. Όλοι οι μαθητές δικαιούνται υποδομές, μόνιμους εκπαιδευτικούς και ισότιμες ευκαιρίες στην μόρφωση και την πρόοδο. Το να μπαίνει ο ιδιωτικός τομέας από το παράθυρο και να υποσκάπτεται ο δημόσιος χαρακτήρας του σχολείου συνιστά παραβίαση ενός δομικού στοιχείου της δημοκρατίας μας, που υποκύπτει στους νεοφιλελεύθερους «νόμους της αγοράς». Η παιδεία όμως είναι κοινωνικό αγαθό, όχι εμπόρευμα προς πώληση και έχουμε χρέος ως τέτοια να την προστατεύσουμε.