Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σήμερα συμμετείχε στα εγκαίνια της Παναγίας Σουμελά όπου ολοκληρώθηκαν τα έργα στήριξης της Μονής.
Ο Ερντογάν ανακοίνωσε πως «φέτος οι Ορθόδοξοι πολίτες μας θα μπορέσουν να τελέσουν λειτουργία στις 15 Αυγούστου στην Παναγία Σουμελά τις οποίες δεν μπορούσαν λόγω των έργων».
Η ιστορία της Παναγίας Σουμελά
Το παλιό ιστορικό μοναστήρι της Παναγιάς Σουμελά, χτισμένο στην πλαγιά του βουνού στην περιοχή της Ματσούκα της Τραπεζούντας, στην Τουρκία, ήταν για δεκαέξι αιώνες σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους Ποντίους, αλλά και ένα ευρύτερο πνευματικό κέντρο τεράστιας ακτινοβολίας και ιστορικής σημασίας. Δεν είναι τυχαίο, ότι πέραν των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, ιδιαιτέρως των Κομνηνών και του Αλεξίου του Γ’, που υπήρξε και ο πιο σημαντικός δωρητής της εκείνα τα χρόνια, πολλοί ισχυροί Οθωμανοί σουλτάνοι, όχι μόνο σεβάστηκαν τη μονή, αλλά και επέκτειναν τα προνόμιά της επικυρώνοντας τα, με διατάγματα τους και προσφέροντας σημαντικές δωρεές προς το μοναστήρι.
Oι σουλτάνοι Βαγιαζήτ Β΄, Σελήμ Α΄, Μουράτ Γ΄, Σελήμ Β΄, Iμπραήμ A΄, Μωάμεθ Δ΄, Σουλεϊμάν Β΄, Μουσταφά Β΄, Αχμέτ Γ΄ είναι ορισμένοι από τους ευεργέτες της ιστορικής μονής, που σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε το 386 μ.Χ. από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο. Θρυλείται, μάλιστα, ότι στον τόπο, όπου χτίστηκε η ιστορική μονή, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, άγγελοι είχαν μεταφέρει την ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, εικονογράφος της οποίας κατά την παράδοση ήταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 οι ελάχιστοι -μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού- εναπομείναντες μοναχοί της παλιάς μονής, που είχαν ήδη προλάβει να υποστούν δοκιμασίες, ληστείες, διωγμούς, ακολούθησαν τη μοίρα των χιλιάδων προσφύγων και ήρθαν στην Ελλάδα. Όμως, προηγουμένως είχαν φροντίσει να θάψουν, με την προσδοκία κάποτε να τα ξαναβρούν τα πιο σημαντικά κειμήλια του μοναστηριού σε απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων στα ερείπια του παρεκκλησίου της Αγίας Βαρβάρας. Τρία πολύ σημαντικά κειμήλια. Την εικόνα της Παναγίας, τον σταυρό του αυτοκράτορα Mανουήλ Γ΄ του Kομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου.
Μερικά χρόνια αργότερα, περί το 1930, όταν το πολιτικό κλίμα ανάμεσα στις δύο χώρες εξομαλύνθηκε, χρειάστηκε μια σειρά από ενέργειες του τότε πρωθυπουργού του Ελευθερίου Βενιζέλου, σε συνεννόηση με τον Ισμέτ Ινονού να γίνει από την Ελλάδα αποστολή για την εξεύρεση των θαμμένων κειμηλίων και την μεταφορά τους στην Ελλάδα.
Η αποστολή στην παλιά μονή οργανώθηκε σε συνεννόηση και αφού έγιναν όλες οι απαραίτητες γραφειοκρατικές ενέργειες, μεταξύ των δύο χωρών. Ο ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης ήταν εκείνος που μετέβη στην περιοχή, καθ υπόδειξη του μοναχού Ιερεμία, ο οποίος ασθενούσε και δεν είχε τη δύναμη να πάρει μέρος στην αποστολή, αλλά ήταν από τους τελευταίους μοναχούς του μοναστηριού και γνώριζε την κρύπτη. Η αποκάλυψη των κειμηλίων ήταν επίπονη, το τοπίο εγκαταλειμμένο και διαφορετικό, αλλά ο ιερομόναχος Αμβρόσιος κατάφερε να τα βρει και να τα φέρει στην Αθήνα.
Για την επόμενη εικοσαετία, από το 1931,μέχρι και το 1951 τα κειμήλια φυλάσσονταν στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Μέχρι που ο Κρωμναίος γιατρός και συγγραφέας Φίλων Κτενίδης πρόεδρος του σωματείου «Παναγία Σουμελά» προώθησε δημόσια την ιδέα για την ίδρυση της μονής Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά του Βερμίου. Οι πρώτες εργασίες ξεκίνησαν εκείνη τη χρονιά με τη θεμελίωση και την ανέγερση του πρώτου πετρόκτιστου ναού μικρών σχετικά διαστάσεων, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Φυλλίδη.
Τις επόμενες δεκαετίες, μετά το 1965 που αναλαμβάνει την προεδρία του Σωματείου ο νομικός Παναγιώτης Τανιμανίδης συνεχίζει το έργο του προκατόχου του. Μάλιστα αναβαθμίζει κόμη περισσότερο τον χώρο του προσκυνήματος καθώς, στο μεταξύ, χιλιάδες προσέρχονται για να γιορτάσουν την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 χτίζεται ο δεύτερος περίλαμπρος ναός με τις ψηφιδογραφίες, διευρύνονται οι χώροι και γίνονται και άλλα κτίσματα, όπως το Μελισσανίδειο Ιδρυμα (ξενώνας), το Αμβρόσιο Ηγουμενείο και πάνω από εξακόσια κελιά, χώροι για τη φιλοξενία των πιστών, χώροι υγιεινής, κ.α.