Είναι γνωστό ότι ο Ελλαδικός χώρος και ειδικότερα το Αιγαίο είναι από τις πλέον σεισμογενείς περιοχές της Ευρώπης.
Το πρόσφατο χτύπημα του Εγκέλαδου στη Σάμο «ξύπνησε» αναμνήσεις παλαιότερων σεισμών στον Ελλαδικό χώρο, ενώ ο θάνατος δύο νέων παιδιών μας βύθισε σε θλίψη.
Οι σεισμοί είναι ένα αναπότρεπτο φυσικό φαινόμενο. Μπορεί να μην μπορούμε με ακρίβεια να προβλέψουμε ένα σεισμό, δηλαδή το ακριβές μέγεθος, τον χρόνο και την ακριβή εστία, μπορούμε όμως αν εφαρμοσθούν κατάλληλα μέτρα άμυνας, να μειώσουμε τις επιπτώσεις τους. Η μη ύπαρξη ακόμη βραχείας διάρκειας πρόβλεψης, δύσκολος στόχος για την Επιστήμη, δεν μπορεί να οδηγεί σε μοιρολατρικές αντιλήψεις και χαρακτηρισμό των σεισμών ως θεομηνίες.
Υπάρχει πάντα δυνατότητα δραστικής μείωσης αρνητικών συνεπειών των σεισμών, με αξιολόγηση ιστορικού υλικού μακροσεισμικών παρατηρήσεων, καθώς και ενόργανων σεισμολογικών δεδομένων με εξειδικευμένη επιστημονική γνώση. H αντιμετώπιση και η μείωση των επιπτώσεων από φυσικές καταστροφές που δεν μπορούν να προβλεφθούν, όπως οι σεισμοί, απαιτούν συγκεκριμένες ενέργειες και σχεδιασμό πολιτικών ΠΡΟΛΗΨΗΣ. Η Πρόληψη, βασική βαθμίδα της Πολιτικής Προστασίας, είναι καθοριστική. Το βασικό τρίπτυχο της Πρόληψης είναι κλασικό: αναγνώριση κινδύνου, προετοιμασία, ενημέρωση πληθυσμού, εκπαίδευση και δράσεις μετριασμού των επιπτώσεων.
Από τα βασικότερα σημεία στον τομέα της Πρόληψης είναι η συμβολή της εφαρμογής σύγχρονων αντισεισμικών κανονισμών. Η Ελλάδα διεθνώς είναι από τις πρωτοπόρες χώρες σε θέματα ανάπτυξης και θέσπισης αντισεισμικών κανονισμών, η εκπόνηση των οποίων οφείλεται στο υψηλού επιπέδου επιστημονικό δυναμικό, που διαθέτει η χώρα μας. Οι τελευταίοι ελληνικοί αντισεισμικοί κανονισμοί-ΕΑΚ 2000 και ΕΑΚ2003, με ενσωματωμένα δεδομένα από χάρτες σεισμικής επικινδυνότητας της χώρας, είναι σημαντικοί, όμως, η μεγάλη ηλικία τους εδώ και 20 περίπου χρόνια, αναδεικνύει την εμφανή αναγκαιότητα επικαιροποίησης. Σημειώνουμε ότι, οι ΕΑΚ είναι σε παράλληλη ισχύ με Ευρωκώδικες και καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό το σχεδιασμό της πλειοψηφίας των κατασκευών και υποδομών του ελληνικού χώρου .Όμως απαιτείται η εκπόνηση αντισεισμικών κανονισμών για μεγάλα έργα και υποδομές, όπως γέφυρες, οδικό δίκτυο, δίκτυα αγωγών, δίκτυα ενέργειας, δίκτυα φυσικού αερίου κ.α.
Ο προσεισμικός έλεγχος των κτιρίων και των υποδομών είναι βασική πολιτική πρόληψης. Η ύπαρξη κτιρίων υψηλής παλαιότητας αποτελεί σοβαρό κίνδυνο σε πιθανόν σεισμικό συμβάν (κάτι που δυστυχώς έγινε εμφανές πρόσφατα στη Σάμο). Η Πολιτεία, και ιδιαίτερα η τοπική αυτοδιοίκηση, οφείλει να πάρει τα σχετικά μέτρα.
Από το 2001 υπάρχει διαμορφωμένο κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς για προσεισμικό έλεγχο, το οποίο περιλαμβάνει πρωτοβάθμιο ή Ταχύ Οπτικό Έλεγχο (ΤΟΕ), Δευτεροβάθμιο και Τριτοβάθμιο. Από το 2001 τέθηκε σε εφαρμογή ο πρωτοβάθμιος προσεισμικός έλεγχος κτιρίων δημόσιας και κοινωφελούς χρήσης. Ο έλεγχος γίνεται από τους φορείς που έχουν την ευθύνη της λειτουργίας και ασφάλειας των κτιρίων και εγκαταστάσεων. Με στοιχεία του 2014 έχει προχωρήσει ο προσεισμικός έλεγχος στο 20% περίπου των δημόσιων κτιρίων. Είναι απαραίτητη η «αναθέρμανση» προσεισμικών ελέγχων και η συλλογή στοιχείων από τεχνικές υπηρεσίες των αρμόδιων διοικητικών φορέων (Περιφέρειες, Δήμοι, αιρετές Περιφέρειες κ.α).
Από μια ατυχή συγκυρία, ο σεισμός που έπληξε την Σάμο, αλλά και τη Σμύρνη στην Τουρκία, ήρθε μια μέρα πριν την 31η Οκτωβρίου που ήταν η «Παγκόσμια Ημέρα των Πόλεων». Στη σύγχρονη εποχή, με βάση και την ατζέντα για το 2030 του ΟΗΕ, κύριος στόχος είναι «Πόλεις Ασφαλείς, Βιώσιμες και Ανθεκτικές». Για να είναι ασφαλής μια πόλη, πρέπει να είναι και αντισεισμικά θωρακισμένη. Απαιτείται λοιπόν προσεισμικός έλεγχος κτιρίων και υποδομών, κατεδάφιση καταπονημένων κτιρίων και εκπόνηση αντισεισμικών κανονισμών για τις Υποδομές. Αυτά που βιώσαμε στη Σάμο είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, που επιβεβαιώνει τα ανωτέρω.
Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι, οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες ενός σεισμού είναι τεράστιες. Η ανάγκη εκπόνησης σχεδίων βραχείας αποκατάστασης, βασική αρμοδιότητα της Πολιτικής Προστασίας, αποτελεί προτεραιότητα. Η ασφαλής καταφυγή και διαμονή του πληθυσμού μετά το σεισμικό γεγονός, αναδεικνύει την ανάγκη για τοπικά σχέδια και ύπαρξη κατάλληλων και ασφαλών μεγάλων χώρων, σε επίπεδο Δήμου. Το ίδιο βέβαια ισχύει για κάθε φυσική καταστροφή (πυρκαγιά, πλημμύρες, τεχνολογική καταστροφή κ.α.).
Η Πολιτική Προστασία- ΠΠ στις σύγχρονες συνθήκες, ως Αρχή που διαχειρίζεται κρίσεις, παρεμβαίνει άμεσα, συντονίζει εμπλεκόμενους αρμόδιους φορείς της Πολιτείας, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα.
Η Κυβέρνηση της Ν. Δημοκρατίας ενώ ψήφισε νόμο (4662/2020) που, κατά δήλωσή της, θα εκσυγχρόνιζε και θα αναβάθμιζε την ΠΠ, μέσα σε 2 μήνες (Μάρτιος 2020) τον έθεσε σε αναστολή και λειτουργεί πάλι με νομικό πλαίσιο δεκαετίας.
Οι σύγχρονες ανάγκες όμως άλλα απαιτούν. Απαιτούν αναβάθμιση της Πολιτικής Προστασίας με ευέλικτο σχεδιασμό, χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες, με πλήρη συντονισμό εμπλεκόμενων φορέων, με ενσωμάτωση επιστημονικών δεδομένων ανά είδος φυσικής καταστροφής και βέβαια με ισχυρή πολιτική βούληση για εφαρμογή των ανωτέρω.
Χαρά Καφαντάρη, Αναπλ. Τομεάρχης Πολιτικής Προστασίας ΣΥΡΙΖΑ – ΠΡΟΟΔ. ΣΥΜΜ., Βουλευτής Δυτ. Αθήνας