Παραπεμπτικό βούλευμα εξέδωσε το Δικαστικό Συμβούλιο Βόλου για έναν από τους δύο συλληφθέντες για τη δολοφονία της 71χρονης Χρυσούλας Σπαθούλα συνταξιούχου ΙΚΑ τον Μάιο του 2002 στο σπίτι της στο Διμήνι.
Η ανεξιχνίαστη δολοφονία είχε ανασυρθεί από το αρχείο μετά από 18 χρόνια και συγκεκριμένα τον περασμένο Ιούλιο, όταν αποτύπωμα στο σπίτι της θανούσας αναγνωρίστηκε ότι ανήκε σε 44χρονο Αλβανό οικοδόμο, που ζούσε στον Βόλο. Η Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Βόλου συνέλαβε ως βασικό ύποπτο για φόνο τον 44χρονο, ο οποίος παραπέμφθηκε στον ανακριτή Βόλου για να απολογηθεί, αρνήθηκε τη συμμετοχή του στην υπόθεση και μετά την απολογία του κρίθηκε προφυλακιστέος.
Για την ίδια υπόθεση συνελήφθη και ένας συμπατριώτης του, ηλικίας 45 ετών, τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Φλώρινα ως συνεργός στην ανθρωποκτονία. Ο 45χρονος αρνήθηκε επίσης κάθε συμμετοχή του στην ανθρωποκτονία και μετά την απολογία του αφέθηκε ελεύθερος με τους όρους απαγόρευσης εξόδου από την χώρα και εμφάνισης ανά τακτά διαστήματα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του.
Σύμφωνα με το taxydromos.gr, μετά την ολοκλήρωση της ανάκριση η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Δικαστικό Συμβούλιο Βόλου για απόφαση. Η πρόταση του εισαγγελέα προς το Δικαστικό Συμβούλιο ήταν παραπεμπτική για τον οικοδόμο και υιοθετήθηκε και από το Δικαστικό Συμβούλιο.
Σύμφωνα με το βούλευμα, ο 44χρονος παραπέμπεται σε Κακουργιοδικείο για να δικαστεί για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και η φυλάκισή του παρατείνεται για άλλο ένα εξάμηνο. Αντίθετα, ο συγκατηγορούμενός του απαλλάσσεται από το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως από κοινού και οι εναντίον του επιβληθέντες περιοριστικοί όροι αίρονται.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στην απόφαση του Δικαστηρίου ήταν καθοριστικής σημασίας η σύγκριση του παλαμικού αποτυπώματος που είχε ληφθεί με το γενετικό υλικών των υπόπτων για φόνο. Το βούλευμα έχει κοινοποιηθεί στην Εισαγγελία Εφετών Λάρισας για έγκριση.
Το χρονικό της υπόθεσης
Η άτυχη Χρυσούλα Σπαθούλα είχε βρεθεί νεκρή στο φτωχικό της σπίτι στο Διμήνι. Το πτώμα της εντοπίστηκε δύο περίπου μέρες μετά τη δολοφονία της, τον Μάιο του 2002 όταν γείτονές της παραξενεύτηκαν από τη μισάνοιχτη είσοδο του σπιτιού. Το άψυχο σώμα της βρισκόταν μέσα σε λίμνη αίματος κοντά στην είσοδο.
Η ιατροδικαστής εντόπισε χτυπήματα στα πλευρά και στο κεφάλι της, εκδορές στο σώμα από σουγιά και μώλωπες στον λαιμό της. Τα πρώτα στοιχεία της ιατροδικαστικής εξέτασης έδειξαν ότι ο θάνατός της επήλθε 30 περίπου ώρες πριν τον εντοπισμό της και αρχικά η ιατροδικαστής θεωρεί ότι ο θάνατός της επήλθε από κατακλυσμιαία αιμορραγία, αποκλείοντας το ενδεχόμενο της εγκληματικής ενέργειας.
Δύο περίπου 24ωρα αργότερα, ωστόσο η νεκροψία επιβεβαίωσε τις υποψίες των αστυνομικών, καθώς διαπιστώνει βίαιο θάνατο. Από την αρχή των αστυνομικών ερευνών θεωρούταν ως πιθανότερο κίνητρο των δραστών της δολοφονίας η ληστεία παρά το γεγονός ότι η εικόνα της οικίας της 71χρονης με τα λιγοστά υπάρχοντα δημιουργούσε ερωτήματα για το τι μπορούσε να αναζητούν οι δράστες της εγκληματικής ενέργειας.
Από την άλλη ορισμένες μαρτυρίες ανέφεραν ότι η θανούσα διέδιδε πληροφορίες για χρηματικά ποσά και αρχαία ευρήματα που κρατούσε στο σπίτι της.