Τι είπε ο πρωθυπουργός κατά τη συνάντηση στο Μέγαρο Μαξίμου – Τι ζήτησε ο ίδιος από τους συνταξιούχους.
«Θα πρέπει να κάνουμε όλοι μία προσπάθεια να πείσουμε τους πιο ηλικιωμένους συμπολίτες μας -κατά κανόνα συνταξιούχους- να προσέλθουν και να κάνουν το εμβόλιο. Γιατί το λέω αυτό με τόσο μεγάλη ένταση; Διότι πια έχουμε απτές αποδείξεις, όχι μόνο από το εξωτερικό αλλά και από τα στοιχεία που έχουμε από την Ελλάδα, ότι η μεγάλη πλειοψηφία, η συντριπτική πλειοψηφία των ηλικιωμένων συμπολιτών μας οι οποίοι αρρωσταίνουν διασωληνώνονται ή δυστυχώς χάνουν τη ζωή τους είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν εμβολιαστεί», τόνισε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τη συνάντηση που είχε στο Μέγαρο Μαξίμου με τον Πρόεδρο της Ανώτατης Γενικής Συνομοσπονδίας Συνταξιούχων Ελλάδος Ιδιωτικού Τομέα Δημήτρη Ανδρεαδάκη, τον Αντιπρόεδρο της Συνομοσπονδίας Βασίλειο Αποστολόπουλο και τον Εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτικών Συνταξιούχων Δημοσίου, Ηλία Ηλιόπουλο.
«Η πλατφόρμα είναι μονίμως ανοιχτή και κάποιος ο οποίος ακόμα και σήμερα είναι καχύποπτος -και ο οποίος δεν έχει εμβολιαστεί- μπορεί να μπει να πάρει ραντεβού και να εμβολιαστεί το συντομότερο δυνατό. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία και για τον ίδιο, γιατί προστατεύει πάνω από όλα τον εαυτό του, αλλά έχει και μία ευρύτερη κοινωνική σημασία, διότι σήμερα όλοι οι περιορισμοί τους οποίους έχουμε επιβάλει γίνονται για έναν και μόνο λόγο: για να μην έχουμε υπερβολικά μεγάλη πίεση στο σύστημα υγείας», ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης.
Οι εκπρόσωποι των συνταξιούχων που ενημέρωσαν τον Πρωθυπουργό πως έχουν ήδη εμβολιαστεί, σημείωσαν πως ήδη παροτρύνουν τα μέλη των Ομοσπονδιών τους να κάνουν το ίδιο, προτάσσοντας τη σημασία της συμμετοχής τους στην Επιχείρηση «Ελευθερία». «Αυτή η συζήτησή μας δίνει ιδιαίτερη χαρά γιατί γεφυρώνει τις παλιές γενιές – με τις δύσκολες εμπειρίες που περάσαμε στην πορεία του βίου μας – με τις νεότερες γενιές οι οποίες έχουν σύγχρονη γνώση και επιστημονική κατάρτιση και μαζί με τις συσσωρευμένες εμπειρίες των συνταξιούχων δημιουργεί το πλαίσιο μιας αποτελεσματικής συνεργασίας», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο κ. Ανδρεαδάκης.
«Περισσότερο μας ικανοποιεί μία ιδιαίτερη ευαισθησία που δείχνετε για το κομμάτι αυτό της τρίτης ηλικιακής πορείας που ήδη εμείς οδεύουμε και προφανώς θέλουμε να έχουμε όσο γίνεται καλύτερη ποιότητα στη ζωή μας» ανέφερε από την πλευρά του ο κ. Ηλιόπουλος.
«Φαντάζομαι ότι όλοι σας είστε εκ των πραγμάτων πολύ προσεκτικοί. Να ξαναδείτε τα εγγόνια σας, τα παιδιά σας, να κινηθείτε, να πάτε στο χωριό σας, να πάτε στην εκκλησία χωρίς να υπάρχει ανησυχία, να βγείτε να πιείτε τον καφέ σας, να πάτε στο καφενείο, όλα αυτά γιατί είστε ενεργοί άνθρωποι και είναι πολύ δυσάρεστο νομίζω, ειδικά για ενεργούς ανθρώπους, να αισθάνονται ότι πρέπει να μείνουν μέσα, γιατί αυτό πρέπει να κάνετε αυτή τη στιγμή, ειδικά αν είναι ανεμβολίαστοι» σημείωσε επίσης ο κ. Μητσοτάκης.]
Ο πρωθυπουργός ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Ο βασικός λόγος που ήθελα σήμερα να συναντηθούμε, δεν ήταν τόσο για να συζητήσουμε τα συνηθισμένα ζητήματα τα οποία σας απασχολούν. Είναι γιατί θα πρέπει να κάνουμε όλοι μία προσπάθεια να πείσουμε τους πιο ηλικιωμένους συμπολίτες μας -κατά κανόνα συνταξιούχους- να προσέλθουν και να κάνουν το εμβόλιο. Γιατί το λέω αυτό με τόσο μεγάλη ένταση; Διότι πια έχουμε απτές αποδείξεις, όχι μόνο από το εξωτερικό- αλλά και από τα στοιχεία που έχουμε από την Ελλάδα, ότι η μεγάλη πλειοψηφία, η συντριπτική πλειοψηφία των ηλικιωμένων συμπολιτών μας οι οποίοι αρρωσταίνουν διασωληνώνονται ή δυστυχώς χάνουν τη ζωή τους είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν εμβολιαστεί.
Μέχρι στιγμής έχουμε καλά ποσοστά εμβολιασμού στις μεγαλύτερες ηλικίες, μπορούν να γίνουν, όμως, ακόμα καλύτερα. Η πλατφόρμα είναι μονίμως ανοιχτή και κάποιος ο οποίος ακόμα και σήμερα είναι καχύποπτος -και ο οποίος δεν έχει εμβολιαστεί- μπορεί να μπει να πάρει ραντεβού και να εμβολιαστεί το συντομότερο δυνατό. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία και για τον ίδιο, γιατί προστατεύει πάνω από όλα τον εαυτό του, αλλά έχει και μία ευρύτερη κοινωνική σημασία, διότι σήμερα όλοι οι περιορισμοί τους οποίους έχουμε επιβάλει γίνονται για έναν και μόνο λόγο: για να μην έχουμε υπερβολικά μεγάλη πίεση στο σύστημα υγείας.
Και επειδή κατά κανόνα οι πιο ηλικιωμένοι είναι αυτοί που αρρωσταίνουν, αν καταφέρουμε να περιορίσουμε τις νοσηλείες των ηλικιωμένων, μπορεί να έχουμε σε πρώτη φάση -γιατί δεν θα έχουν εμβολιαστεί ακόμα οι νεότεροι- αρκετά κρούσματα σε νεότερους, αλλά θα έχουμε προστατεύσει τους πιο ευάλωτους. Θα φύγει η πίεση από το σύστημα υγείας και θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα».