«Κάθε μέρα ήταν και μία καταιγίδα. Χωρίς λόγο και αιτία σήκωνε το χέρι του πάνω μου. Προσπάθησα να αναζητήσω βοήθεια δυστυχώς μάταια.. και όταν δεν έχεις και γονείς, δεν έχεις την οικονομική άνεση δεν μπορείς να σηκωθείς να φύγεις. […] Πήγε να με πυροβολήσει, πήγε να μου βγάλει τα δόντια με τανάλια, πήγε να με πνίξει. Εκεί κατάλαβα ότι πρέπει να ζήσω για τα παιδιά μου», λέει η Ελένη, θύμα ενδοοικογενειακής βίας.
Ο σύντροφος της ζωής της έγινε ο κακοποιητής της για χρόνια. Όταν του είπε ότι θα τον αφήσει έστρεψε την κυνηγετική καραμπίνα επάνω της, μπροστά στα έντρομα μάτια των παιδιών τους.
«Πάει παίρνει την καραμπίνα, ανοίγει τα συρτάρια να πάρει τα φυσίγγια. Εκείνη τη στιγμή τρέχω, το βάζω στα πόδια. Κοιτάω πίσω μου, με σημαδεύει ένα όπλο, δεν το έχω ξαναζήσει, δεν το έχω ξανανιώσει. Τι κάνω; Τι κάνω; Κάνω ζικ ζακ, προσπαθώ να τρέξω. Να κρυφτώ. Δεν είχα ανάσα. Δεν είχα ανάσα. Δεν έχω δύναμη αλλά πρέπει να τρέξω. Ακούω το «μπαμ» ενώ έχω διαφύγει και αναρωτιέμαι «αν αυτός νομίζει ότι με έχει πετύχει… μπορεί να κάνει το ίδιο στα παιδιά μου»;
Κάλεσε την άμεση δράση, πήρε τα παιδιά της και έφυγε από το σπίτι. Στράφηκε στο Κέντρο Στήριξης Οικογένειας και εκεί βρήκε ανθρώπους που τη βοήθησαν να ορθοποδήσει.
Μία στις τέσσερις γυναίκες έχει πέσει θύμα κακοποίησης στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα την περίοδο της πανδημίας σημειώνεται έκρηξη της ενδοοικογενειακής βίας, με 7 δολοφονίες γυναικών από τους συντρόφους τους να έχουν καταγραφεί από την αρχή της χρονιάς.
Το πρώτο πεντάμηνο του ‘21, 1.764 γυναίκες στράφηκαν στις αρχές καταγγέλλοντας περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.