Θρήνος στην Παλιά Κοκκινιά που πενθεί τον τραγικό χαμό του πολύ αγαπημένου της Στέφανου, του γνωστού με το παρατσούκλι “ο τρελός με τα μπαλάκι”.
Ο Στέφανος ήταν για δεκαετίες το σήμα κατατεθέν της γειτονιάς του Πειραιά.
Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, σκοτώθηκε όταν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, χτυπήθηκε από αυτοκίνητο Ι.Χ στον δρόμο όπου έμενε.
Οι εργαζόμενοι καφετέριας τον μετέφεραν στο Ασκληπιείο της Βούλας, όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Είχε 3 παιδιά εκ των οποίων το ένα έχει πεθάνει. Τα τελευταία χρόνια ζούσε στη συμβολή των οδών Θηβών και Αργυροκάστρου, σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι πίσω από κάποιο μικρό πάρκο, στο οποίο είχε γράψει εξωτερικά διάφορα συνθήματα δικής του έμπνευσης.
Χρησιμοποιούσε πάντα κιμωλία για να μπορεί να γράφει και να σβήνει εύκολα, ενώ συνήθως έγραφε για τον Θεό, τη φύση και γενικά διάφορα αποφθέγματα. Ο Στέφανος σύχναζε στο καφενείο ακριβώς απέναντι και ενώ ποτέ δεν ζητούσε, όταν του προσέφεραν κέρασμα το πρόσωπό του φωτιζόταν.
Χειμώνα καλοκαίρι ήταν ντυμένος με κοντομάνικο, σορτσάκι και αθλητικά παπούτσια με μία ή δύο κάλτσες ανάλογα με τα κέφια του. Κυκλοφορούσε όλη μέρα με ένα σακίδιο στην πλάτη και με ένα μπαλάκι τένις στο χέρι το οποίο χτυπούσε με δύναμη στον δρόμο και γι’ αυτό του έμεινε το παρατσούκλι “ο τρελός με το μπαλάκι”.
Πολλές ήταν οι ιστορίες που ακολουθούσαν την προσωπικότητά του με την πιο πειστική να φέρεται να είναι εκείνη πως ήταν ναυτικός και είχε ταξιδέψει πολύ.
Αργότερα, αγάπησε μια γυναίκα που όμως τον πρόδωσε και από τότε το μυαλό του δεν έστεκε πολύ καλά, αλλά ποτέ κανείς δεν επιβεβαίωσε κάτι τέτοιο.
Συνήθιζε να κοιτά έντονα τους ανθρώπους, σαν να τους μελετούσε.
Λέγεται πως μια φορά είδε έναν άγνωστο στον δρόμο που περπατούσε χαμένος στις σκέψεις του. Ο Στέφανος τον πλησίασε και χτύπησε με δύναμη το μπαλάκι που είχε πάντα στα χέρια του, μπροστά του με εκείνον να μουρμουρίζει ενδεχομένως ενοχλημένος κάτι μέσα από τα δόντια του.
Τότε λέγεται πως ο Στέφανος τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: “Αυτό που σε βασανίζει, πρέπει να το εξομολογηθείς. Μόνο έτσι θα ησυχάσεις”. Ο άνδρας φέρεται να του απάντησε: “Ίσως να έχεις δίκιο, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Σε ευχαριστώ” και τότε ο Στέφανος είπε: “Όχι εμένα, Εκείνον, που θα σε συγχωρήσει και θα ξαλαφρώσεις”.
Ακόμα και όταν περπατούσε, πάντα βέβαια με το σακίδιο στην πλάτη και το μπαλάκι στο χέρι, φώναζε τις σκέψεις του.
Έτσι ήταν σαν να παραμιλούσε μονίμως και γι’ αυτό άλλωστε τον αποκαλούσαν “τρελό”. Αν τον ρωτούσε κάποιος πώς τα καταφέρνει να ζει χωρίς δουλειά και χωρίς τη στήριξη από κανέναν δικό του άνθρωπο, εκείνος απλώς κοιτούσε ψηλά και έκανε το σταυρό του.
Ήταν ο “τρελός με το μπαλάκι”, ο φωνακλάς που έλεγε δυνατά: “Καλημέρα Θεέ μου, Παντοδύναμε. Τι όμορφη μέρα ξημέρωσες; Βρέχει λυτρωτικά. Θέλω να χορέψω στη βροχή σου, να ξεπλύνω την ψυχή μου και να σου ψιθυρίσω προσευχές. Προσευχές για όλους, μα πιο πολύ για εκείνους τους άλλους… ξέρεις, εκείνους που λένε ότι δεν υπάρχεις. Γελώ και κλαίω μαζί. Μην τους ακούς εσύ, δεν ξέρουν. Αν ήξεραν θα χόρευαν μαζί μου. Άσε να μιλώ εγώ και να μ’ ακούς. Το ξέρω ότι μ’ ακούς.
Πάντα μ’ ακούς. Χορεύω στο ρυθμό της βροχής σου και αφουγκράζομαι… αφουγκράζομαι τις λύπες, τις χαρές, τις αγωνίες των περαστικών. Με κοιτούν και απορούν. Αλήθεια, γιατί τόση απορία; Χορεύω και σου μιλώ… μια σου ψιθυρίζω και μια σου φωνάζω. Μα εσύ είσαι πάντα εδώ μαζί μου, δε με αφήνεις. Σε παρακαλώ μην αφήνεις και αυτούς, τους αδελφούς μου, ξέρεις… Δεν τα ξέρουν καλά και φοβούνται. Ελέησέ τους και ας γίνει το θέλημα Σου…”.
enikos.gr