«Σφραγίδα» συνταγματικότητας έβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας στην υποχρεωτική δοκιμασία self test για τον κορονοϊό στο Δημόσιο και την ηλεκτρονική καταγραφή του αποτελέσματός του.
Η 7μελή σύνθεσης του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ (1386/2021) απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς εργαζόμενης στις Ένοπλες Δυνάμεις στην οποία απαγορεύτηκε η είσοδος στο χώρο εργασίας, επειδή αρνήθηκε να υποβληθεί σε τεστ κρίνοντας ότι η υποχρεωτική δοκιμασία του τεστ στο Δημόσιο τομέα και η καταγραφή του αποτελέσματός του δεν αντιβαίνουν στο Σύνταγμα είναι σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή και Ελληνική νομοθεσία και δεν παραβιάζει τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα υγείας,
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει ότι σύμφωνα με το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «η υποχρέωση υποβολής σε διαγνωστικό έλεγχο και σε μη νοσούντες, ως προϋπόθεση για την προσέλευση και παροχή της εργασίας, αποτελεί νόμιμο περιορισμό του δικαιώματος συναίνεσης σε ιατρικά θέματα, δεδομένου ότι τίθεται για την προστασία της δημόσιας υγείας ως κοινωνικό αγαθό, αλλά και ατομικώς της ζωής και υγείας όλων από τη διασπορά του COVID-19 και συνιστά αποτελεσματικό και αναγκαίο μέτρο, κατά την επιστημονική τεκμηριωμένη κρίση του νομοθέτη».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας σημειώνουν πως «το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωμα, αλλά εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία, σταθμιζόμενο με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα και κοινωνικά αγαθά, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας» και προσθέτουν ότι «Η συγκατάθεση δεν αποτελεί τη μοναδική βάση για τη νομιμότητα της επεξεργασίας (σ.σ.: των προσωπικών δεδομένων). Αντίθετα τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, όταν τούτο είναι απαραίτητο για σκοπό δημοσίου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας».