«Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε, εν μέσω ενεργειακής κρίσης και έκρηξης των τιμών, να ξεπουλήσει τη ΔΕΗ, να στερήσει δηλαδή από το Δημόσιο ένα τόσο σημαντικό εργαλείο άσκησης ενεργειακής πολιτικής, υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας», τόνισε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Νάσος Ηλιόπουλος, μιλώντας στην ΕΡΤ1.
Σημείωσε ότι «δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτήν την τραγική εξέλιξη για τη ΔΕΗ, ανεξάρτητα από την μεγάλη ανησυχία που έχουν οι πολίτες σήμερα για τις τιμές του ρεύματος», προσθέτοντας ότι «η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην ΕΕ που η τιμή του ρεύματος στη χονδρική σχεδόν διπλασιάστηκε μέσα στο καλοκαίρι». «Οι αναλυτές της αγοράς εκτιμούν ότι η έκρηξη των τιμών δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο που θα μας ταλαιπωρήσει μέχρι τα Χριστούγεννα, αλλά θα διαρκέσει τουλάχιστον 6 με 9 μήνες», είπε, σημειώνοντας ότι «με βάση τις ίδιες εκτιμήσεις, μέσα σε αυτό το διάστημα τα ελληνικά νοικοκυριά θα κληθούν να πληρώσουν ένα κόστος της αύξησης στο ρεύμα που αγγίζει συνολικά το 1 δισ.». Τόνισε ότι σε αυτό το πρόβλημα «σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να απαντήσει το εντελώς ανεπαρκές μέτρο που ανακοίνωσε ο κ. Μητσοτάκης στη ΔΕΘ, προαναγγέλλοντας ότι θα δώσει 150 εκατ. για να καλύψει τις αυξήσεις στο ρεύμα, τα οποία αντιστοιχούν σε μόλις 9 ευρώ το μήνα για κάθε νοικοκυριό μέχρι τα Χριστούγεννα».
Ο κ. Ηλιόπουλος ανέφερε ότι σε μια τέτοια συνθήκη «το να χάνεις δημόσια εργαλεία, όπως είναι η ΔΕΗ, σε φέρνει σε πολύ πιο δύσκολη θέση» και πως «ειδικά σήμερα σε έναν κόσμο που αλλάζει, σε μια γειτονιά με γεωπολιτικές εντάσεις, το να χάνεις ενεργειακά εργαλεία θέτει και ζήτημα ασφάλειας της χώρας».
«Το να χάνει το Δημόσιο το πλειοψηφικό πακέτο στη ΔΕΗ, στερεί από την κυβέρνηση τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στην τιμολογιακή πολιτική υπέρ της πλειοψηφίας των πολιτών, ενώ θέτει σε μεγάλο κίνδυνο και την ενεργειακή αυτονομία μας ως χώρα», τόνισε. Ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποστήριξε ότι το επόμενο διάστημα θα ενταθεί το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας, «με τα νοικοκυριά να μην μπορούν να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες τους σε ενέργεια, κάτι που θα είναι ιδιαίτερα έντονο στη Βόρεια Ελλάδα γιατί συνδέεται άμεσα με τις κλιματικές συνθήκες».
Σχολίασε πως του κάνει εντύπωση «ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είπε τίποτα για το συγκεκριμένο ζήτημα όταν πριν από λίγες μέρες βρέθηκε στη ΔΕΘ, γιατί δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι μια εξέλιξη των τελευταίων πέντε ημερών».
Σχετικά με τις εξελίξεις στη Γερμανία, έθεσε ως κεντρικό ερώτημα «ποια θα είναι η κυρίαρχη πολιτική που θα ακολουθηθεί στην ΕΕ από εδώ και στο εξής, αν θα επιστρέψουμε στη λογική της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας ή αν θα πάμε σε πολιτική άμβλυνσης των ανισοτήτων». «Είναι πολύ σημαντικό ότι στο πρόγραμμα του κ. Σολτς είναι η αύξηση του βασικού μισθού, κάτι που αξίζει να το δούμε σοβαρά στην Ελλάδα, τη μοναδική χώρα στην ΕΕ που ο βασικός μισθός είναι χαμηλότερος από το 2010 -γι’ αυτό επιμένουμε ότι ο βασικός πρέπει να αυξηθεί στα 800 ευρώ», τόνισε. Πρόσθεσε ότι «στην Ελλάδα έχουμε βαλκανικού και όχι ευρωπαϊκού τύπου αγορά εργασίας, ο μέσος όρος κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις στην ΕΕ είναι στο 60%, ενώ στη χώρα μας είμαστε στο 14%».
Αναφερθείς στα ελληνοτουρκικά, ο κ. Ηλιόπουλος είπε ότι «η κυβέρνηση δεν έχει συγκεκριμένη στρατηγική και αυτό φάνηκε όταν έχασε τη μεγάλη ευκαιρία να αξιοποιήσει τη συζήτηση μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας για την τελωνειακή σύνδεση, ώστε να βάλει δύο προϋποθέσεις στην τουρκική πλευρά: την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την επίλυση της διαφοράς μας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης». Σημείωσε ότι «η ελληνική εξωτερική πολιτική όταν έχει σχέδιο μπορεί να πετυχαίνει σημαντικές νίκες και μια τέτοια νίκη ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία αποτέλεσε ήττα της στρατηγικής του Ερντογάν στα Βαλκάνια».