Το όνομά του έχει δοθεί σε έναν μικρό αλλά κεντρικό δρόμο της Αθήνας ίσως όμως αρκετοί από όσους διασχίζουν την οδό Σανταρόζα που ενώνει τη Σταδίου με την Πανεπιστημίου να μη γνωρίζουν ότι ο αξιωματικός Σαντόρε ντε Ρόζι, κόμης του Πομαρόλο και του Σανταρόζα, υπήρξε ψυχή της επανάστασης του Πεδεμοντίου και ένας από τους πλέον ένθερμους φιλέλληνες που σκοτώθηκε στη Σφακτηρία το 1825.
Κι αν ο Σανταρόζα είναι ένας από τους πιο γνωστούς Ιταλούς που άφησαν έντονο το αποτύπωμά τους στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, τι γνωρίζουμε άραγε για τον αριστοκράτη νομικό κόμη Αλερίνο Πάλμα ντι Σένσολα που όντας καταδικασμένος σε θάνατο μετά μάχη της Νοβάρα το 1821 που σήμανε το τέλος της επανάστασης στην Ιταλία φυγαδεύτηκε σε ένα βαρέλι κρασιού από τη Γένοβα στην Ισπανία για να βρεθεί σχεδόν μία δεκαετία αργότερα αρχικά να διορίζεται πρόεδρος του δικαστηρίου του Μεσολογγίου σε αναγνώριση της φιλελληνικής του δράσης και εν συνεχεία να του προσφέρεται από τον Καποδίστρια η θέση του υπουργού Δικαιοσύνης την οποία και αρνήθηκε; Ή για τον γαιοκτήμονα και έμπορο από τη Ραβένα Βιτσέντσο Γκαλίνα ο οποίος αναγνωρίζεται ως ένας από τους τρεις κύριους συντάκτες του πρώτου ελληνικού Συντάγματος της Επιδαύρου (1822) μαζί με τον Μαυροκορδάτο και τον Νέγρη;
Είναι μόλις τέσσερις από τους 133 Ιταλούς φιλέλληνες των οποίων οι ιστορίες και η συμβολή στον ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα έχουν βρει τη θέση τους στην 656 σελίδων έκδοση «Η συμβολή των Ιταλών στην Ελληνική Επανάσταση. Προετοιμάζοντας την Ιταλική Παλιγγενεσία 1821-1832» (εκδόσεις ETPbooks) που επιμελήθηκαν οι Γιώργος Ματαράγκας Φραντσέσκα Μινουτόλι και Ζωή Κοκκαλίδου και υπογράφουν 31 Έλληνες και Ιταλοί καθηγητές πανεπιστημίου και ερευνητές. Η έκδοση που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Ιταλικής Πρεσβείας στην Ελλάδα ως συμβολή στον εορτασμό των 200 ετών από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης παρουσιάστηκε επισήμως στην πρεσβευτική κατοικία της ιταλίδας πρέσβεως Πατρίτσια Φαλτσινέλι παρουσία της υπουργού Πολιτισμού Αίνας Μενδώνη.
«Το έργο ενός συλλογικού τόμου με θέμα την ιταλική υποστήριξη στον Αγώνα για την Ανεξαρτησία την Ελλάδας πηγάζει από την επιθυμία να εμβαθύνουμε σε ένα θέμα που στο σύνολό του δεν είχε ποτέ στο παρελθόν αντιμετωπιστεί» εξηγεί ο συγγραφέας και εκδότης Ενζο Τέρζι αναφερόμενος στο κενό που επιχειρεί να καλύψει το συγκεκριμένο συλλογικό έργο. «Υπάρχει ένα είδος damnatio memoriae για εκείνη την περίοδο Ως αποτέλεσμα τα ελληνικά γεγονότα εκείνων των ετών αν και θεμελιώδη για το ευρωπαϊκό και το ιταλικό πεπρωμένο δεν έχουν τύχει συστηματικής έρευνας» επισημαίνει στον πρόλογο του βιβλίου.
Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ
Μέσα από τις σελίδες αποκαλύπτεται η ιδιαιτερότητα του ιταλικού φιλελληνισμού όσον αφορά τόσο την ένταση όσο και τη διάρκειά του. «Οταν αλλού το κύμα του φιλελληνισμού φαινόταν να έχει υποχωρήσει λόγω της σταδιακής εξασθένησης του ρομαντικού κινήματος στην ιταλική χερσόνησο το φαινόμενο συνέχισε να επεκτείνεται καθοδηγούμενο από πολιτιστικούς και υλικούς λόγους», επισημαίνει ο πανεπιστημιακός και αντιδήμαρχος Πολιτισμού της Ρώμης Μιγκέλ Γκοτόρ.
Λόγους τους οποίους αναλύει ο Μάρκο Νοβαρίνο από το Πανεπιστήμιο του Τουρίνο ως εξής: «Τόσο οι έλληνες πατριώτες όσο και οι ιταλοί εξόριστοι πίστευαν ότι χάρη στο αρχαίο παρελθόν και έχοντας στο μέλλον πραγματική ενότητα και πολιτική ανεξαρτησία τα δύο έθνη θα μπορούσαν να φιλοδοξούν ότι θα διαδραματίσουν έναν ηγετικό ρόλο στην ευρωπαϊκή ήπειρο ενώ θεωρεί κομβικής σημασίας και την παρουσία των ακμαζουσών ελληνικών κοινοτήτων όπως της Τεργέστης και του Λιβόρνο που παρείχαν σημαντική βοήθεια σε νέους συμπατριώτες τους ώστε να σπουδάσουν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια».
Ανάμεσα στις ιστορικές μελέτες οι οποίες συνοδεύονται από πλούσια βιβλιογραφία εντοπίζουμε μεταξύ άλλων τον Φραντσέσκο Αγιετς ο οποίος υιοθέτησε πρώτος την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης στη ζωγραφική. Τον Αορέντσο Γκατέρι τον ζωγράφο που φιλοτέχνησε τη σύνθετη σκηνή με το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου ο οποίος ήδη από την ηλικία των 12 ετών με δική του πρωτοβουλία είχε δημιουργήσει πολλές εικονογραφήσεις του έργου του Πουκεβίλ «Ιστορία της αναγεννήσεως της Ελλάδος». Τη συγγραφέα Ροζίνα Μούτσιο Σάλβο τη γηραιότερη αλλά και πρώτη που πρότεινε την ιδέα μιας ιδεολογίας τεκμηριωμένης από μια ενεργή πολιτική και αστική δέσμευση. Και τον Μπονιφάσιο Μποναφίν τον φαρμακοποιό που έστειλε η ελληνική κοινότητα της Τεργέστης στην Ελλάδα διαπιστώνοντας τη σοβαρή έλλειψη φαρμακείων. Αφού δεν κατάφερε να διοριστεί στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Ναυπλίου άνοιξε το πρώτο φαρμακείο στην Ελλάδα και αναδείχθηκε σε πρωτοπόρο της φαρμακευτικής τέχνης στη χώρα μας ενώ αναφέρεται και ως ο ταριχευτής της σορού του Ιωάννη Καποδίστρια μετά τη δολοφονία του.
Πηγή: Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»