Την 30-1-2022, ο Πρωθυπουργός, από του βήματος της Βουλής παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας και αναφερόμενος σε δημοσιογράφους, ως προς τους οποίους είναι εκκρεμής η δικαστική έρευνα, για ποινικά αδικήματα, εξέφρασε τη βεβαιότητα του για την ενοχή τους και μάλιστα με ιδιαίτερη εμπάθεια (συμμορία – υπόκοσμος κ.λπ.). Με τον τρόπο αυτό ηθέλησε να προκαταλάβει τη δικαστική κρίση και να υποδείξει στο Δικαστικό Συμβούλιο ποια θα πρέπει να είναι η απόφαση που πρόκειται να εκδώσει. Αυτό συνιστά καταφανή προσπάθεια χειραγώγησης των Δικαστών και πλήρη έλλειψη σεβασμού προς την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Και δύο ημέρες αργότερα, την 1-2-2022, ο Πρωθυπουργός επισκέφθηκε την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και απευθυνόμενος προς τους αποφοίτους της Σχολής ανέφερε ότι «στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξαν ωμές παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας στο έργο σας». Και τους συνέστησε «να κλείσουν τα αυτιά τους σε οποιαδήποτε απειλή».
Τίθεται το εύλογο ερώτημα τόσο πολύ και με τόσο προκλητικό τρόπο υποτιμά ο Πρόεδρος της Εκτελεστικής Εξουσίας τη νοημοσύνη των Δικαστικών Λειτουργών και όλων των Ελλήνων πολιτών; Και επίσης τίθεται το εύλογο ερώτημα εάν εννοούσε τις απειλές που εκτοξεύονταν από μερικούς από τα ελεγχόμενα πολιτικά πρόσωπα, αναφορικά με το σκάνδαλο ΝΟVARTIS και τις μηνύσεις που κατατέθεσαν τα ίδια αυτά πρόσωπα, κατά των Εισαγγελέων που διενεργούσαν την έρευνα.
Σε καμία άλλη χώρα, τα πολιτικά και άλλα δημόσια πρόσωπα, που ελέγχθηκαν για διαφθορά δεν διανοήθηκαν να «απειλήσουν» καταθέτοντας μηνύσεις εναντίον των εισαγγελέων και ανακριτών που ερευνούσαν τις υποθέσεις τους και εναντίον των δικαστών, που τους εδίκασαν (π.χ. ο Πρόεδρος της Γαλλίας Σαρκοζί, ο Πρόεδρος του Ισραήλ Νετανιάχου, ο Πρόεδρος της Ισπανίας Ραχόη, ο Πρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής της Βραζιλίας Νούζμαν και ο Κυβερνήτης του Ρίο Καμπράλ, κ.λπ.)
Με τις μηνύσεις, τις κατατεθείσες από ορισμένους από τους ελεγχόμενους για το σκάνδαλο NOVARTIS πολιτικούς, εναντίον των Εισαγγελέων κατά της Διαφθοράς, κατά τη διάρκεια της διενεργούμενης από τους εν λόγω Εισαγγελείς σχετικής έρευνας, καθώς και με τις λεκτικές απειλές κάποιου εκ των ελεγχόμενων υπουργών, με αποκορύφωμα την αναφερθείσα στην αρχή του παρόντος δημόσια παρέμβαση – υπόδειξη του Πρωθυπουργού, προκλήθηκαν δικαιολογημένα ερωτηματικά και υπόνοιες στους πολίτες, ως προς το εάν οι διατάξεις των Εισαγγελέων, περί αρχειοθέτησης των υποθέσεων αυτών είναι αποτέλεσμα αμερόληπτης κρίσης ή είναι άραγε προϊόν πολιτικών παρεμβάσεων και απειλών. Έτσι έπληξαν και με τον τρόπο αυτό την αξιοπιστία και το κύρος της Δικαιοσύνης, για την οποία, κατά τα λοιπά και κατά περίπτωση, εκφράζουν το ενδιαφέρον τους.
Οι ακέραιοι Δικαστικοί Λειτουργοί, οι οποίοι σέβονται την ιδιότητα τους (και έτσι είναι στη συντριπτική πλειοψηφία τους, με λίγες εξαιρέσεις), έχουν επίγνωση του χρέους τους και δύνανται να διαφυλάττουν οι ίδιοι το κύρος της θεσμικής τους θέσης και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Δεν χρειάζονται συστάσεις και υποδείξεις από τα μέλη της Κυβέρνησης και μάλιστα από τα συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία κατ’ επανάληψη έχουν προσβάλει τη Δικαιοσύνη και τους Λειτουργούς της. Εξαρτάται, λοιπόν, από τους ίδιους τους Δικαστές και Εισαγγελείς να αποδεικνύουν εμπράκτως ότι η Δικαιοσύνη είναι πράγματι ανεξάρτητη και να μην δίνουν δικαιώματα, για δυσμενή σχόλια, με την έκδοση αποφάσεων, οι οποίες, λόγω των αντιφάσεων και των προφανών σφαλμάτων τους, δεν πείθουν για την ορθότητα τους. Πρέπει να επιδεικνύουν σθένος και γενναιότητα και να «απωθούν» τυχόν πιέσεις και παρεμβάσεις, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται.