«Πάγωσε» ο πλανήτης από την πολύνεκρη επίθεση ενόπλου σε σχολείο στο Τέξας που κόστισε τη ζωή με τα έως τώρα δεδομένα σε 21 άτομα, τα 19 παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ετών.
Δράστης της επίθεσης, ήταν ο 18χρονος Σαλβαντόρ Ράμος ο οποίος έπεσε νεκρός μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών. Πριν ανοίξει πυρ στο σχολείο, πυροβόλησε και τραυμάτισε βαριά τη γιαγιά του. Άγνωστα είναι έως αυτή την ώρα τα κίνητρά του.
Φορώντας αλεξίσφαιρο, εφοδιασμένος τουλάχιστον με ένα τουφέκι εφόδου, ο νεαρός αρχικά διέφυγε με ημιφορτηγό, που ενεπλάκη σε «θεαματικό τροχαίο», προτού το εγκαταλείψει και πάει στο πρωτοβάθμιο σχολείο Ρομπ περί τις 11:30 (19:30 ώρα Ελλάδας), προσπαθώντας κατά τα φαινόμενα να ξεφύγει από αστυνομικούς.
Για τους μαθητές –ηλικίας το πολύ δέκα ετών– και τους εκπαιδευτικούς σε αυτό το σχολείο με περίπου 500 παιδιά, στην πλειονότητά τους με καταγωγή από τη Λατινική Αμερική, τα μαθήματα ολοκληρώνονταν αύριο Πέμπτη.
Αρκετοί συμμαθητές του επιβεβαίωσαν ότι ο εν λόγω λογαριασμός ανήκει στον Ράμος, σύμφωνα με το CNN.
Παιδιά κάτω των 10 ετών
Η σφαγή διαπράχθηκε στο πρωτοβάθμιο σχολείο Ρομπ, όπου πάνε παιδιά κάτω των 10 ετών που διαμένουν στην Ουβάλντε. Πάνω από 500 παιδιά, σχεδόν το 90% με λατινοαμερικάνικη καταγωγή, πήγαιναν εκεί το σχολικό έτος 2020-2021, σύμφωνα με δημόσια δεδομένα της πολιτείας του αμερικανικού νότου.
Βίντεο που μεταφορτώθηκαν σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης εικονίζουν παιδιά να απομακρύνονται εσπευσμένα από το κτίριο, κατά μικρές ομάδες, προς τα χαρακτηριστικά κίτρινα σχολικά λεωφορεία, μπροστά στο σχολείο.
Τουλάχιστον δύο άνθρωποι, ένα κοριτσάκι 10 ετών και μια γυναίκα 66 ετών, νοσηλεύονταν «σε κρίσιμη κατάσταση» στο University Health, στο Σαν Αντόνιο, ανακοίνωσε το νοσοκομείο.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν «ενημερώνεται συνεχώς» για τα γεγονότα, ανακοίνωσε η εκπρόσωπός του Καρίν Ζαν-Πιερ. Θα εκφραστεί για την πολύνεκρη επίθεση απευθύνοντας διάγγελμα προς τον αμερικανικό λαό στις 20:15 (τοπική ώρα· στις 03:15 ώρα Ελλάδας), μετά την επιστροφή του από την Ασία.
Διέταξε οι σημαίες των ΗΠΑ να κυματίζουν μεσίστιες στον Λευκό Οίκο, σε όλα τα δημόσια κτίρια και τους δημόσιους χώρους ως το Σάββατο 28η Μαΐου, σε «ένδειξη σεβασμού για τα θύματα» της επίθεσης, σύμφωνα με δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησαν οι υπηρεσίες του.
Η κυρία Ζαν-Πιερ πρόσθεσε ότι ο κ. Μπάιντεν «προσεύχεται για τις οικογένειες των θυμάτων».
Η επίθεση βυθίζει ξανά τις ΗΠΑ στο μαρτύριο των επιθέσεων σε σχολεία, που επαναλαμβάνεται αέναα τα τελευταία χρόνια, με σοκαριστικές εικόνες παιδιών τραυματισμένων σωματικά και ψυχικά, υποχρεωμένων συχνά να κλειδώνονται στις τάξεις προτού τα απομακρύνουν δυνάμεις επιβολής της τάξης κι αλλοφρόνων γονιών που ζητούν απελπισμένοι να μάθουν την τύχη των βλασταριών τους…
Στείρος διάλογος
Η τραγωδία ανακαλεί ιδίως στη μνήμη εκείνη στο Σάντι Χουκ, στην πολιτεία Κονέτικατ, όταν 20χρονος με προβλήματα ψυχικής υγείας σκότωσε 26 ανθρώπους, ανάμεσά τους είκοσι παιδιά 6 ως 7 ετών, προτού αυτοκτονήσει.
Ο Κρις Μέρφι, Δημοκρατικός γερουσιαστής αυτής της πολιτείας, «ικέτευσε» χθες τους συναδέλφους του να αναλάβουν δράση, διαβεβαιώνοντας ότι αυτές οι τραγωδίες δεν είναι «αναπόφευκτες». «Αυτό συμβαίνει μόνο σε ετούτη τη χώρα — σε καμία άλλη. Σε καμία άλλη χώρα παιδιά που πάνε σχολείο δεν διανοούνται πως μπορεί να τα πυροβολήσουν», τόνισε, προσθέτοντας πως τα μέλη του Κογκρέσου «δεν είναι ανίσχυρα», και υπενθυμίζοντας πως στις ΗΠΑ, «τα όπλα ρέουν σαν νεράκι» και γι’ αυτό η μια σφαγή διαδέχεται την άλλη.
Η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις, τονίζοντας πως «οι καρδιές μας συνεχίζουν να ραγίζουν» κάθε φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο, τόνισε πως ως έθνος οι Αμερικανοί πρέπει να βρουν το θάρρος να αναλάβουν δράση για να μην ξαναγίνει «ποτέ» σφαγή σε σχολείο.
Το 2018, μετά τη διάπραξη της σφαγής σε λύκειο της Πάρκλαντ, στη Φλόριντα (17 νεκροί, στην πλειονότητά τους έφηβοι μαθητές), είχαν γίνει ογκώδεις διαδηλώσεις, ιδίως νέων, που απαιτούσαν από τους πολιτικούς να αναληφθεί δράση.
Όμως ο διάλογος για το ζήτημα παρέμεινε πρακτικά στείρος: δεν θεωρείται ότι υπάρχει στην πραγματικότητα πιθανότητα το Κογκρέσο –όπου το λόμπι των όπλων διατηρεί μεγάλη επιρροή– να ψηφίσει φιλόδοξη μεταρρύθμιση για την οπλοκατοχή, ζήτημα που διχάζει πάντα τους Αμερικανούς.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο έρευνας Small Arms Survey, το 2017 υπήρχαν στη χώρα 393 εκατομμύρια πυροβόλα όπλα, περισσότερα απ’ ό,τι κάτοικοι.