Η κυρία Κωνσταντίνα ήταν εθελόντρια στη δομή της «Κιβωτού» στην Κόνιτσα, των Ιωαννίνων. Όπως λέει με τον καιρό άρχισε να αναπτύσσει πιο στενές σχέσεις με τα παιδιά και άρχισε να αντιλαμβάνεται πως τελικά το περιβάλλον στη δομή ήταν «δυστοπικό».
«Ρωτούσα τα παιδιά, όχι πολλά γιατί και η θέση μου ήταν δύσκολη, “πώς ήταν η μέρα σας;”, “εάν φάγατε”, “πώς ήταν η μέρα στο σχολείο;”» με τα παιδιά να απαντούν πως φάγανε «τις ίδιες χαζομάρες» και ότι είναι κλεισμένα μέσα.
Η κυρία Κωνσταντίνα πέραν του ότι πήγαινε στη δομή, έπαιρνε και ορισμένες φορές τα παιδιά μαζί της απασχολώντας τα με διάφορες δραστηριότητες. Κάποια στιγμή, δέχθηκε τηλεφώνημα από τη διοίκηση, η οποία της ανακοίνωσε πως δεν θα ξαναπάρει τα παιδιά.
Αναφέρει πως την πρεσβυτέρα δεν την είχε συναντήσει ποτέ, ωστόσο τον πατέρα Αντώνιο τον είδε κατά τύχη στο δρόμο και της έκανε μεγάλη εντύπωση το μεγάλο υπερπολυτελές αυτοκίνητό του.
«Νομίζω τέτοια αυτοκίνητα μόνο οι υπερπάμπλουτοι μπορούν να έχουν. Ήταν ένας οδηγός και ένας ακόμη» δηλώνει.
Στη συνέχεια, η κα Κωνσταντίνα αποκαλύπτει πως οι παιδαγωγοί που συνόδευαν τα παιδιά στο σχολείο δεν τα επέτρεπαν να έχουν επαφές με τα υπόλοιπα παιδιά.
«Τα παιδιά ένιωθαν πως εμείς οι υπόλοιποι δεν θέλαμε να πιστέψουμε όσα λένε γιατί τα θεωρούσαν παρατραβηγμένα. Κάλεσαν μπροστά μου την πρεσβυτέρα και την άκουσα να λέει: “μάλλον έχεις ψυχολογικά και αλίμονό συ έαν βγάλεις πράγματα παραπέρα, δεν ξέρεις τι τιμωρία σε περιμένει”» αποκαλύπτει.