«Η Ελλάδα έχει το 60% της σεισμικότητας της Ευρώπης» λέει μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Γεωφυσικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Κώστας Παπαζάχος.
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας και πραγματικά εκπλήσσομαι κάθε φορά που μου κάνουν αυτή την ερώτηση. Γιατί; Επειδή στην Ελλάδα κάθε χρόνο σημειώνονται 15 σεισμοί πάνω από 5 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ, ενώ στατιστικά έχουμε έναν σεισμό μεγέθους 6,3 ή μεγαλύτερο κάθε χρόνο. Εναν σεισμό 5 βαθμών μπορεί να έχουμε από μία έως και τέσσερις φορές μαζί τον μήνα (!)».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ, καθηγητής Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ευθύμιος Λέκκας. «Μόνο χρονικά συμπίπτουν οι σεισμοί. Ο καθένας εκδηλώνεται σε διαφορετικό γεωδυναμικό πλαίσιο και πρόκειται για καθαρά τυχαίο γεγονός» λέει.
Ο ίδιος, αναφερόμενος στον σεισμό της Κρήτης, τον περιγράφει ως έναν σεισμό βάθους και επισημαίνει πως οι δύο σεισμοί (μαζί με αυτόν της Καστοριάς) δεν σχετίζονται με τους υπόλοιπους σεισμούς που σημειώνονται στον ελλαδικό χώρο.
Καθησυχαστικός σε ό,τι αφορά τη σύνδεση των σεισμών εμφανίζεται και ο γεωλόγος – σεισμολόγος, διευθυντής Ερευνών στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο Αθηνών, Θανάσης Γκανάς. «Πρόκειται για ανεξάρτητα γεγονότα» λέει χαρακτηριστικά. «Η σεισμική δόνηση της Κρήτης αλλά και αυτή της Καστοριάς δεν έχουν καμία σχέση με τους ισχυρούς σεισμούς 5,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ που προκλήθηκαν τον περασμένο Φεβρουάριο στην Πρέβεζα και 5,3 βαθμών τον περασμένο Μάρτιο στο Γαλαξίδι». Και συμπληρώνει: «Πάντα στην Ελλάδα υπάρχει μια περίοδος έξαρσης και μια περίοδος ύφεσης της σεισμικής δραστηριότητας».
Σε ό,τι αφορά τον σεισμό της Ζακύνθου μεγέθους 4,2 βαθμών που σημειώθηκε στον θαλάσσιο χώρο δυτικά της Ζακύνθου, κατά τον διευθυντή Ερευνών στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο Αθηνών Βασίλη Καραστάθη, πρόκειται «για μετασεισμό του ισχυρού σεισμού μεγέθους 6,7 που σημειώθηκε στο νησί στις 26 Οκτωβρίου του 2018».