Σε ηλικία 90 ετών έφυγε από τη ζωή η σπουδαία ποιήτρια, Ολυμπία Καράγιωργα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτο. Σπούδασε στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου (A.U.C.).
Κατόπιν στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, όπου μέχρι το 1959, σπούδασε Αγγλική – Αμερικανική Λογοτεχνίας και Δημιουργική Γραφή. Αργότερα, φτάνει στην Αθήνα όπου μεταξύ άλλων διδάσκει για χρόνια αγγλικά στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων του Ελληνικού, στη Σχολή Μωραΐτη και στο Αμερικανικό Κολλέγιο του Παλαιού Ψυχικού και της Κάντζας.
Το 1961 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή της με τίτλο «Χιλιάδες πρόσωπα της τύχης». Το 2010 της απονέμεται από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο Λυρικής Ποίησης για την ποιητική συλλογή της «Χειμώνας στη Λέρο» (εκδόσεις Μελάνι, 2009). Τα τελευταία χρόνια, η ποιήτρια ζούσε στη Λέρο.
Πληροφορούμενη τον θάνατο της Ολυμπίας Καράγιωργα η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έκανε την ακόλουθη δήλωση:
Η συγγραφέας και ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα γεννήθηκε «στην Αίγυπτο, την πατρίδα της καρδιάς της», σε μια οικογένεια που ο πατέρας της «ήταν λάτρης κάθε γνήσιου ελληνικού». Έμαθε γράμματα στα «Ελληνικά Εκπαιδευτήρια» της Μανσούρας, πόλη ποιητική, από μόνη της.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο του Stanford και γύρισε στη Ελλάδα κατακτώντας εξέχουσα θέση στη λογοτεχνική γενιά του ‘60. Ηταν δημιουργός, παθιασμένη με ό,τι καταπιάστηκε:
Mε το θέατρο, κοντά στον δάσκαλο Χρήστο Βαχλιώτη, για το θέαμα και το θέμα της ζωής του Νιζίσνσκι- «Ψηλός περήφανος,… κι αγαπούσε τον Έρωτα χορεύοντας»- με τον Ευριπίδη, με τα τραγούδια του Λόρκα, την ποίηση Γιώργου Σαραντάρη- «του μελούμενου»-, τον ερωτικό λόγο του Λόρενς, του Όσκαρ Ουάιλντ, τον παραλογισμό στον Καμύ ως και την Βιρτζίνια Γουλφ.
Το μεγάλο, ευαίσθητο, λυρικό ποιητικό της έργο, με την αδιόρατη μελαγχολία ανεκπλήρωτων ερώτων, αλλά και με τη λύτρωση ως προσδοκία του μέλλοντος, δίκαια τιμήθηκε με το Βραβείο Λυρικής Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών το 2010. Η ζωή της, διαρκής αναζήτηση. Γύρισε και φώλιασε στο οικογενειακό τους αρχοντικό, στη Λέρο: «Απόψε / Θα με σκεπάσεις μ’ άσπρο σεντόνι / Θα κοιμηθώ»
Την αποχαιρετώ με σεβασμό.