Στη δημοσιότητα δόθηκε το σκεπτικό με το οποίο αποφάσισε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης.
Έντεκα μήνες μετά την ετυμηγορία του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης για την υπόθεση της δολοφονίας του 19χρονου Άλκη Καμπανού και τον τραυματισμό των δύο φίλων του, μετά από άγρια επίθεση με οπαδικά κίνητρα στην περιοχή της Χαριλάου, τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου του 2022, καθαρογράφηκε και δημοσιεύθηκε το σκεπτικό της απόφασης.
Σύμφωνα με πληροφορίες του ΑΠΕ-ΜΠΕ, η απόφαση αριθμεί στο σύνολό της 4.317 σελίδες, από τις οποίες οι 309 αφορούν το σκεπτικό που οδήγησε τους 12 κατηγορούμενους οπαδούς του ΠΑΟΚ στη φυλακή- τους επτά απ’ αυτούς με ισόβια κάθειρξη και επιπλέον πολυετείς καθείρξεις ως συναυτουργούς σε ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο και τους υπόλοιπους πέντε με πρόσκαιρες καθείρξεις ως απλούς συνεργούς στην ίδια πράξη κατά του 19χρονου θύματος. Κατά της απόφασης είχε ασκήσει έφεση ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Ν. Καλλίδης.
Στο πολυσέλιδο σκεπτικό της απόφασης, την οποία ανακοίνωσε από έδρας η πρόεδρος του Κακουργιοδικείου στις 12 Ιουλίου 2023, γίνεται λόγος για «τυφλό οπαδικό μίσος», που οδήγησε τους 12 κατηγορούμενους να στραφούν σε βάρος ανυποψίαστων συνομηλίκων τους απλώς και μόνο γιατί σε ερώτηση τους απάντησαν ότι είναι φίλαθλοι του Άρη, αδιαφορώντας για το ότι επρόκειτο για πρόσωπα εντελώς άγνωστα στους ίδιους, με τα οποία ουδεμία διαφορά είχαν.
Αξιολογώντας το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και περιγράφοντας αναλυτικά τις κινήσεις όλων των εμπλεκόμενων προσώπων, οι δικαστές καταλήγουν στην κρίση ότι η επίθεση ήταν «προσχεδιασμένη και οργανωμένη απ’ όλους τους κατηγορούμενους». Όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, τα στοιχεία που δηλώνουν σημαντικό βαθμό προσχεδιασμού και οργάνωσης είναι -μεταξύ άλλων- τα εξής: η εξασφάλιση αριθμητικής υπεροχής έναντι των θυμάτων, η επιλογή των παθόντων με μοναδικό και ταπεινό κριτήριο επιλογής τους ότι υποστηρίζουν την ομάδα του Άρη, όπως επίσης ο σκοπός, «που ήταν όχι απλά ο εκφοβισμός αλλά η ταπείνωσή τους από αυτούς ως οπαδούς του ΠΑΟΚ και η επιβολή των ιδίων μέσω της εξουδετέρωσής τους με την πρόκληση βαριών σωματικών βλαβών ακόμη και τη θανάτωσή τους, ενδεχόμενο το οποίο δεν απέκλειαν, αλλά προέβλεπαν με βεβαιότητα ως πιθανό και το αποδεχόταν».
Στοιχεία που οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα αποτελούν επιπλέον τα χαρακτηριστικά της επίθεσης και ιδίως το σύντομο χρονικό διάστημα εντός του οποίου αποφασίστηκε η τέλεσή της, ο εφοδιασμός με όπλα (όπως σφυρί, αναδιπλούμενο μαχαίρι τύπου κάραμπιτ, δρεπάνι, ξύλινο στειλιάρι, σιδερένιο γκλομπ), η απόφαση ορισμένων να αφήσουν τα κινητά τηλέφωνα στο σημείο εκκίνησής ή να τα απενεργοποιήσουν, η κάλυψη των χαρακτηριστικών τους, η μεθοδευμένη παγίδευση των θυμάτων και ο αιφνιδιασμός τους, με δεδομένο ότι δεν επρόκειτο για προσυννενοημένη συνάντηση οπαδών αντίπαλων ομάδων, ούτε είχε προηγηθεί κάποια λογομαχία μεταξύ τους.
Όπως αναφέρεται στην ίδια απόφαση, αφορμή για την αιματηρή επίθεση φαίνεται πως ήταν μία πληροφορία που περιήλθε σε γνώση των καταδικασθέντων ότι την προηγούμενη μέρα είχε λάβει χώρα επεισόδιο στην περιοχή του Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης, κατά το οποίο οπαδοί του Άρη είχαν επιτεθεί σε νεαρούς οπαδούς του ΠΑΟΚ, κυνηγώντας τους με αντικείμενα πρόσφορα για επίθεση.
Όσον αφορά τη δολοφονία του Άλκη, στο σκεπτικό περιγράφεται ότι η εις βάρος του επίθεση διήρκησε περίπου 40 δευτερόλεπτα και σε αυτή συμμετείχαν επτά πρόσωπα (που τιμωρήθηκαν με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης), ενώ χωρίζεται σε δυο φάσεις: η πρώτη πάνω στα σκαλιά της οικοδομής όπου βρισκόταν με τέσσερις ακόμη φίλους του και η δεύτερη στο πεζοδρόμιο, στη γωνία που σχηματίζει το δεξί περβάζι των σκαλιών με τον τοίχο της όψης της οικοδομής.
Ο 19χρονος επιχείρησε να διαφύγει από το περβάζι στα δεξιά των σκαλιών, όπως κατάφεραν προηγουμένως δύο άλλοι νεαροί από την παρέα του.
«Ωστόσο έχοντας ήδη δεχθεί σφοδρά πλήγματα με νύσσοντα και τέμνοντα καθώς και με θλόντα όργανα, γροθιές και λακτίσματα, και καθώς συνέχισε να δέχεται χτυπήματα, κατέπεσε από το περβάζι στο πεζοδρόμιο […] όπου παρά το ότι σφάδαζε από τους πόνους και φώναζε “βοήθεια, δεν μπορώ, πονάω” και “μη με βαράτε άλλο” και ενώ ήταν εμφανές ότι πολύ γρήγορα είχε αθρόα απώλεια αίματος, συνέχισε να δέχεται σφοδρά πλήγματα πεσμένος στο έδαφος από κατηγορούμενους που τον είχαν ακολουθήσει στο σημείο».
Ο στενός του φίλος, που βρισκόταν πάνω στα σκαλοπάτια, ακούγοντας τις κραυγές του, παρά το ότι και ο ίδιος είχε δεχθεί πολλαπλά πλήγματα με μαχαίρια και θλόντα όργανα, «επιχείρησε με επίδειξη μεγάλου ψυχικού σθένους να πάει κοντά του και να τον συνδράμει, ωστόσο στην προσπάθειά του εμποδίστηκε από τρεις εκ των κατηγορουμένων, σε εκείνο μάλιστα τον χρόνο δέχθηκε χτύπημα με ξύλινο στυλιάρι στο κεφάλι το οποίο τον λύγισε καθώς ζαλιζόταν και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να μην πέσει και ο ίδιος κάτω».
Έχοντας ήδη ακατάσχετη αιμορραγία, ο Άλκης κατάφερε να σηκωθεί και να πραγματοποιήσει μόλις τρία βήματα έως μία παρακείμενη ζαρντινιέρα πάνω στο πεζοδρόμιο. Λόγω αδυναμίας του να σταθεί, όπως περιγράφεται στην απόφαση, κάθισε στο πεζοδρόμιο ακουμπώντας την πλάτη του στην ζαρντινιέρα χωρίς να έχει καλή επικοινωνία με το περιβάλλον. Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασε στο σημείο περιπολικό με τον αστυνομικό να προστρέχει να προσφέρει τις πρώτες βοήθειες και με τις λίγες δυνάμεις που του απέμειναν κατάφερε να του υποδείξει με το χέρι του τη βουβωνική χώρα, όπου είχε τραύμα στο μηρό του και ψελλίζοντας τη λέξη «εδώ», μέσα σε ελάχιστα λεπτά κατέληξε, έχοντας απωλέσει ήδη από το συγκεκριμένο τραύμα πάνω από τρία λίτρα αίματος.