Ανησυχία έχει προκαλέσει ο θάνατος του 48χρονου στην Ηλεία, ο οποίος φαίνεται πωςς προήλθε από τσίμπημα αράχνης. «Η ιατροδικαστική εξέταση, μαζί με τις ιστολογικές και τοξικολογικές εξετάσεις, είναι απαραίτητη για να διαπιστωθεί αν κάποιο περιστατικό σχετίζεται με τσίμπημα αράχνης. Οι αράχνες δεν είναι συνήθως επιθετικές και τσιμπούν μόνο αν ενοχληθούν», τόνισε σε δηλώσεις της στην ΕΡΤ η Ντόρα Ψαλτοπούλου, καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής ΕΚΠΑ.
Όπως σημείωσε η κ. Ψαλτοπούλου, «όσον αφορά τους θανάτους από τσίμπημα αράχνης στις ΗΠΑ, με 400 εκατομμύρια κατοίκους, καταγράφονται κατά μέσο όρο επτά θάνατοι ετησίως».
«Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο επικίνδυνα είδη, η μαύρη χήρα και η καφέ αράχνη ερημίτης, τα τσιμπήματα των οποίων είναι σπάνια. Τα τσιμπήματα μπορεί να συμβούν σε εξωτερικούς χώρους ή σε εσωτερικούς, όπως υπόγεια ή εγκαταλελειμμένα κτίρια. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από τη συγκέντρωση και την ποσότητα του δηλητηρίου», ανέφερε η καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής ΕΚΠΑ.
«Οι μαύρες χήρες παράγουν νευροτοξίνη, η οποία μπορεί να προκαλέσει παράλυση μυών, ενώ η καφέ αράχνη ερημίτης παράγει αιμορραγική τοξίνη, που προκαλεί νεκρωτικά έλκη δέρματος και γάγγραινα. Σπανίως μπορεί να εμφανιστούν αλλεργικές αντιδράσεις», υπογράμμισε η κ. Ψαλτοπούλου.
«Είναι σημαντικό να αντιμετωπίζουμε τοπικά τα τσιμπήματα με αντισταμινικά και ψυχρά επιθέματα, ενώ σε περίπτωση γενικευμένων συμπτωμάτων ή σοβαρού πόνου, είναι απαραίτητο να αναζητήσουμε ιατρική βοήθεια άμεσα. Αντιβιοτικά μπορεί να χρειαστούν για την αντιμετώπιση μικροβίων και η συμπτωματική αγωγή μπορεί να είναι σωτήρια για τη ζωή μας. Τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο λόγω της αναλογικής συγκέντρωσης της τοξίνης στο σώμα τους», επισήμανε η κ. Ψαλτοπούλου.
Εντωμεταξύ η κ. Ψαλτοπούλου αναφέρθηκε και στην ποιότητα του νερού και στην ασφάλεια των λουόμενων τα οποία είναι κρίσιμα ζητήματα, ειδικά όταν πρόκειται για στάσιμα νερά όπως λίμνες και ποτάμια, αλλά και για θάλασσες. «Οι αναλύσεις των νερών δείχνουν συχνά την παρουσία κολοβακτηρίων και άλλων βακτηρίων, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν λοιμώξεις και άλλα προβλήματα υγείας. Τα στάσιμα νερά ενέχουν μεγαλύτερους κινδύνους λόγω της μειωμένης κυκλοφορίας του νερού, που ευνοεί την ανάπτυξη μικροβίων και την παραμονή τοξικών ουσιών από λιπάσματα και άλλες πηγές ρύπανσης» και συνέχισε:
«Οι θάλασσες με τα ρεύματα μπορεί να είναι επικίνδυνες, καθώς τα ρεύματα μπορούν να παρασύρουν τους λουόμενους. Οι λοιμώξεις από μολυσμένα νερά μπορούν να απαιτούν ενδονοσοκομειακή αντιμετώπιση, καθώς οι ασθένειες που προκαλούνται από βακτήρια, ιούς και παράσιτα μπορούν να είναι σοβαρές. Είναι συνεπώς κρίσιμο να λαμβάνουμε προληπτικά μέτρα και να ενημερωνόμαστε για την ποιότητα του νερού και τους πιθανούς κινδύνους πριν από κάθε βουτιά».