Κρούσματα ψώρας εντοπίστηκαν την περασμένη εβδομάδα σε ειδικό σχολείο του Ηρακλείου, με τους μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς να βρίσκονται σε αναστάτωση.
Το σχολείο απευθύνθηκε στη διεύθυνση πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και στη συνέχεια την υπόθεση ανέλαβε η διεύθυνση Δημόσιας Υγείας & Κοινωνικής Μέριμνας Π.Ε. Ηρακλείου.
Ακολούθησαν όλα όσα προβλέπει ο κανονισμός του ΕΟΔΥ για την απολύμανση του χώρου, τα οποία περιλαμβάνουν καλή καθαριότητα του σχολείου με κοινά απορρυπαντικά και απολυμαντικά και σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα, όπου αυτό είναι εφικτό. Ο ΕΟΔΥ τονίζει πως δεν απαιτείται εφαρμογή ειδικών εντομοκτόνων ή ψεκασμοί με παρασιτοκτόνα στο περιβάλλον και αρκεί ο καλός καθαρισμός του χώρου, με κοινά καθαριστικά και απολυμαντικά. Δόθηκαν επίσης οδηγίες για χορήγηση ειδικών αλοιφών αλλά και για σχολαστική διαχείριση του ιματισμού.
Δερματολόγοι από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου πρόκειται να επισκεφθούν εκ νέου την Τετάρτη το σχολείο, μετά και την πρώτη τους επίσκεψη την προηγούμενη εβδομάδα, προκειμένου να εξετάσουν τα προσβεβλημένα παιδιά, ενώ θα επανέλθουν και μετά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές για να τα εξετάσουν για τρίτη φορά.
Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, η ψώρα είναι παρασίτωση του δέρματος που προκαλείται από το άκαρι της ψώρας. Τα μικροσκοπικά ακάρεα διανοίγουν σήραγγες στην επιδερμίδα, όπου ζουν και εναποθέτουν τα αυγά τους. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι ο έντονος και επίμονος κνησμός, ιδιαίτερα κατά τις νυχτερινές ώρες. Οι δερματικές βλάβες είναι συνήθως ερυθηματώδεις βλατίδες. Η νόσος έχει παγκόσμια εξάπλωση και προσβάλλει ανθρώπους όλων των φυλών και κοινωνικών ομάδων. Μπορεί να μεταδοθεί εύκολα σε συνθήκες συνωστισμού, όπου υπάρχει στενή επαφή. Από τη στιγμή της μόλυνσης μέχρι την εμφάνιση του κνησμού μεσολαβούν 2-6 εβδομάδες, ενώ αν πρόκειται για επαναμόλυνση, ο κνησμός εμφανίζεται συντομότερα, εντός 1-4 ημερών. Η περίοδος μεταδοτικότητας διαρκεί από τη στιγμή της μόλυνσης μέχρι την καταστροφή των ενηλίκων παρασίτων και αυγών, συνήθως 24 ώρες μετά την εφαρμογή της πρώτης θεραπείας. Η θεραπεία γίνεται συνήθως με τοπική επάλειψη παρασιτοκτόνων σκευασμάτων. Εάν ο κνησμός επιμένει για διάστημα >2-4 εβδομάδες μετά τη θεραπεία ή εάν εμφανιστούν νέες δερματικές βλάβες, θα χρειαστεί ιατρική συμβουλή και πιθανόν επανάληψη της θεραπείας.