Η τεχνολογία, το φάσμα και τα οικονομικά των σταθμών δείχνουν ότι οι 4+2 άδειες δεν ήταν πολιτική επιλογή, αλλά ρεαλιστική αναγκαιότητα.
Η συζήτηση για τις τηλεοπτικές άδειες υπήρξε για χρόνια πολιτικά φορτισμένη. Σήμερα όμως, με την απόσταση του χρόνου, μπορούμε να δούμε καθαρά ότι η απόφαση για περιορισμένο αριθμό αδειών ήταν μια ρεαλιστική αναγκαιότητα, βασισμένη σε επιστημονικά δεδομένα και στην οικονομική κατάσταση της αγοράς.
Το Ινστιτούτο της Φλωρεντίας
Πριν ξεκινήσει η διαδικασία αδειοδότησης το 2016, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ανέθεσε τη σχετική μελέτη στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας (EUI), ένα κορυφαίο διεθνές πανεπιστημιακό ίδρυμα που λειτουργεί υπό την αιγίδα των κρατών-μελών της Ε.Ε. και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η επιλογή του ΕUI δεν ήταν τυχαία. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε τότε φορέας με ανάλογη εμπειρία και -κατά τις αναφορές της τότε κυβέρνησης- κρίθηκε σκόπιμο να μην εμπλακούν Έλληνες ερευνητές, ώστε να διασφαλιστεί η αμεροληψία και η ανεξαρτησία της μελέτης.
Η μελέτη της Φλωρεντίας και οι «τέσσερις άδειες»
Τότε, εξειδικευμένο τμήμα του Ινστιτούτου, αφού εξέτασε τη διαθέσιμη χωρητικότητα του τηλεοπτικού φάσματος στην Ελλάδα και τα δεδομένα της αγοράς, κατέληξε στο εξής: «Με βάση το σημερινό φάσμα και την τεχνολογία μετάδοσης, ο αριθμός των τηλεοπτικών αδειών δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τέσσερις».
Ο λόγος δεν ήταν πολιτικός, αλλά τεχνικός. Η χώρα τότε δεν διέθετε πλήρη Χάρτη Συχνοτήτων -δηλαδή, το τεχνικό σχέδιο που καθορίζει ποιες συχνότητες χρησιμοποιούνται και πώς κατανέμονται ανά περιοχή.
Χωρίς αυτόν, οι διαθέσιμες ψηφιακές συχνότητες ήταν περιορισμένες και μπορούσαν να υποστηρίξουν το πολύ τέσσερα εθνικά κανάλια υψηλής ευκρίνειας (HD) χωρίς παρεμβολές ή υποβάθμιση του σήματος.
Η ίδια μελέτη προέβλεπε ρητά πως, όταν ολοκληρωθεί ο νέος Χάρτης Συχνοτήτων και η χώρα περάσει στην επόμενη τεχνολογική γενιά μετάδοσης (DVB-T2), ο αριθμός των αδειών θα μπορούσε να αυξηθεί στις έξι. Με αυτό το πλάνο πορευόταν η τότε κυβέρνηση. Ενώ και οι άδειες που προκήρυξε τελικά το ΕΣΡ έφτασαν περίπου στο ίδιο επίπεδο (7 άδειες), επιβεβαιώνοντας τη μελέτη στην πράξη.
Σήμερα λειτουργούν έξι τηλεοπτικοί σταθμοί εθνικής εμβέλειας, από τις επτά άδειες που είχαν δημοπρατηθεί. Ωστόσο, δύο από αυτούς ανήκουν στον ίδιο ιδιοκτήτη, γεγονός που σημαίνει ότι οι σταθμοί είναι στην ουσία 5,5. Η δε έβδομη άδεια παραμένει αδιάθετη, αφού κανένα επιχειρηματικό σχήμα δεν εκδήλωσε ενδιαφέρον. Ακόμα και η δημιουργία νέων τηλεοπτικών σταθμών επικεντρώθηκε κυρίως στην Αττική και όχι στην απόκτηση της έβδομης άδειας. Αυτό από μόνο του αποκαλύπτει ότι η αγορά γνωρίζει τα όριά της.
Ζημιογόνα τα περισσότερα κανάλια
Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομική εικόνα των καναλιών παραμένει δύσκολη: Τα τέσσερα από τα έξι κανάλια εθνικής εμβέλειας κατέγραψαν ζημιές το 2024.
Επίσης, στοιχεία δείχνουν ότι διαφημιστική αγορά στην Ελλάδα δεν ξεπερνά τα 250-300 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Είναι προφανές ότι αυτό το ποσό δεν επαρκεί για τη λειτουργία πολλών σταθμών.
Όταν η τεχνολογία και η οικονομία συναντιούνται
Το συμπέρασμα είναι απλό: η απόφαση για περιορισμένο αριθμό αδειών αποτέλεσε τεχνολογική και οικονομική αναγκαιότητα.
Η μελέτη της Φλωρεντίας προέβλεψε τα όρια του φάσματος· η αγορά αποδεικνύει σήμερα τα όρια της βιωσιμότητας.
Αν είχαν δοθεί 10, 12 ή «απεριόριστες» άδειες, όπως έλεγαν κάποιοι, τα περισσότερα κανάλια θα είχαν κλείσει. Η Ελλάδα θα είχε περισσότερα λουκέτα και λιγότερη ενημέρωση -όχι το αντίστροφο.
















