Η Σύλβα Ακρίτα, μητέρα της Έλενας Ακρίτα, υπήρξε μια σημαντική μορφή της ελληνικής πολιτικής ζωής. Διετέλεσε βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και υφυπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αφήνοντας πίσω της ουσιαστικό αποτύπωμα στον χώρο της κοινωνικής πολιτικής. Έφυγε από τη ζωή την Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025, σε ηλικία 97 ετών.
«Καλή αντάμωση μανούλα» έγραψε σε ανάρτησή της η Έλενα Ακρίτα, αμέσως μετά την είδηση του θανάτου της Σύλβας Ακρίτα, που γέμισε με θλίψη τον πολιτικό κόσμο της χώρας.
Ποια ήταν η Σύλβα Ακρίτα
Η Σύλβα-Καίτη Ακρίτα γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1928 στη Θεσσαλονίκη, σε οικογένεια Μικρασιατών προσφύγων. Πατέρας της ήταν ο Κωνσταντίνος Γιαβάσογλου, γερουσιαστής με το κόμμα του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος αργότερα, ως υπουργός Πρόνοιας, αφιέρωσε το έργο του κυρίως στη στέγαση των προσφύγων. Μητέρα της ήταν η Λουκία Ρουσσίδη.
Στη διάρκεια της ζωής της γνώρισε τον Λουκή Ακρίτα, πολιτικό, δημοσιογράφο και συγγραφέα, την περίοδο που εκείνος ήταν γενικός γραμματέας και βουλευτής της Ε.Π.Ε.Κ. Αργότερα, ως υπουργός Παιδείας της Ένωσης Κέντρου, υπήρξε πρωτεργάτης της ιστορικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Παντρεύτηκαν το 1954 και απέκτησαν μία κόρη, την Έλενα Ακρίτα, δημοσιογράφο, συγγραφέα και βουλευτή Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία.
Η πολιτική της σταδιορδομία
Μετά τον θάνατο του Λουκή Ακρίτα, η Σύλβα-Καίτη Ακρίτα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της πολιτικής ζωής. Στις εκλογές του 1967, οι οποίες τελικά δεν διεξήχθησαν λόγω της επιβολής της δικτατορίας, ήταν η μοναδική γυναίκα υποψήφια βουλευτής της Ένωσης Κέντρου σε ολόκληρη τη χώρα. Από τους πρώτους κιόλας μήνες της χούντας εντάχθηκε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα, συμμετέχοντας στο Πατριωτικό Μέτωπο. Η δράση της αυτή οδήγησε στη σύλληψή της και στην καταδίκη της από στρατοδικείο, το οποίο της επέβαλε ποινή δέκα ετών κάθειρξης ως ηγετικού στελέχους της αντίστασης.
Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ και παρούσα στην ιστορική παρουσίαση της Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη. Στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές του 1974 εξελέγη βουλευτής στην περιφέρεια του υπολοίπου πρώην Δήμου Αθηναίων, αποτελώντας τη μοναδική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή.
Το 1981 επανεξελέγη, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση σε σταυρούς προτίμησης μεταξύ όλων των γυναικών υποψηφίων. Κατά τη θητεία της στο Κοινοβούλιο διετέλεσε κοσμήτορας του Προεδρείου, ανέλαβε την προεδρία των Διεθνών Σχέσεων της Βουλής, προήδρευσε της Εθνικής Βιβλιοθήκης και εκπροσώπησε τη χώρα στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Στις 31 Οκτωβρίου 1986 διορίστηκε υφυπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Όπως η ίδια έχει αναφέρει, προηγούμενες απόπειρες υπουργοποίησής της είχαν ματαιωθεί, εξαιτίας παρεμβάσεων και πολιτικών διαφωνιών που αφορούσαν τον ρόλο και τη λειτουργία της Ένωσης Γυναικών Ελλάδος.
Στις εκλογές του 1989 εξελέγη εκ νέου βουλευτής, ως η μοναδική γυναίκα εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ στη Β΄ Αθηνών, ενώ ανέλαβε και καθήκοντα Γραμματέα του Προεδρείου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος. Στις εκλογές του 1993 εξελέγη βουλευτής Επικρατείας και ορίστηκε μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, συνεχίζοντας την ενεργή παρουσία της τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή κοινοβουλευτική ζωή.
Μετά την εκλογή του Κώστα Σημίτη στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ, το 1996, επέλεξε να αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική δράση, κλείνοντας έναν μακρύ και ουσιαστικό κύκλο δημόσιας προσφοράς.




















