Το «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» άλλαξε τον γαλλικό κινηματογράφο και ανέδειξε τη Μπαρντό σε παγκόσμιο σύμβολο ελευθερίας.
Η ταινία που σημάδεψε την καριέρα της Μπριζίτ Μπαρντό και την καθιέρωσε διεθνώς ήταν το «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» του Ροζέ Βαντίμ, έργο που συνέδεσε το όνομά της με μια βαθιά πολιτισμική τομή στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο.
Η ταινία κυκλοφόρησε το 1956, ενώ στην Ιταλία προβλήθηκε δύο χρόνια αργότερα με τον τίτλο «Piace a troppi». Από την πρώτη στιγμή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, κυρίως εξαιτίας της εμβληματικής σκηνής όπου η νεαρή Μπαρντό χορεύει μάμπο με ατημέλητα μαλλιά και φούστα σκισμένη ως τον μηρό.
Η συγκεκριμένη σκηνή, που συνδύαζε αθωότητα και πρόκληση, λειτούργησε ως προάγγελος μιας επερχόμενης σεξουαλικής απελευθέρωσης στη συντηρητική δεκαετία του ’50. Μια εξέλιξη την οποία η ίδια η Μπαρντό ούτε αρνήθηκε ποτέ, αλλά ούτε και επεδίωξε συνειδητά να εκφράσει ως προσωπικό της μανιφέστο.
Σε παλαιότερη συνέντευξή της στο γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων, με αφορμή την 60ή επέτειο της ταινίας, είχε περιγράψει το Σεν-Τροπέ της εποχής ως «ένα αυθεντικό χωριό, μακριά από τα μανιώδη πλήθη, γεμάτο γοητεία, ψαράδες και νότιο ιδίωμα». Είχε παραδεχθεί μάλιστα ότι δυσκολευόταν να αποχωριστεί τον Ροζέ Βαντίμ μετά το τέλος των γυρισμάτων, τον άνθρωπο που τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε γίνει ο πρώτος από τους τέσσερις συζύγους της.
Στο φιλμ, η Μπαρντό ενσάρκωσε τη Ζιλιέτ, μια ανέμελη και ελεύθερη έφηβη που γοητεύει τρεις άνδρες, τους οποίους υποδύθηκαν οι Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Κριστιάν Μαρκάν και Κουρτ Γιέργκενς. Για πρώτη φορά στον γαλλικό κινηματογράφο, μια γυναικεία ηρωίδα εξέφραζε ανοιχτά την επιθυμία της, ισότιμα με έναν άνδρα.
Η αντίδραση ήταν άμεση. Ηθικολογικοί κύκλοι εξοργίστηκαν και οι λογοκριτές απαίτησαν την αφαίρεση σκηνών που θεωρήθηκαν προκλητικές. Παρ’ όλα αυτά, η «BB», όπως έγινε γνωστή στη Γαλλία, εξελίχθηκε σε πρότυπο για χιλιάδες γυναίκες.
Σύμφωνα με τον Ροζέ Βαντίμ, η Μπαρντό και εκτός οθόνης εξέπεμπε την ίδια ελευθερία με τη Ζιλιέτ: «ένα κορίτσι της εποχής της, απαλλαγμένο από ενοχές και κοινωνικά ταμπού». Όπως σημείωσε η ιστορικός του φεμινισμού Φρανσουάζ Πικ, η παρουσία της αποτέλεσε «ένα ισχυρό σύμβολο σε μια περίοδο ασκητισμού, που τάραξε τα νερά και μίλησε άμεσα στις γυναίκες της εποχής».
Ακόμη και δεκαετίες αργότερα, η Μπαρντό αντιμετώπιζε με χιούμορ το σκάνδαλο που είχε προκαλέσει η ταινία. «Στο τέλος, δεν υπάρχει τίποτα σοκαριστικό», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά, αναφερόμενη στη θρυλική σκηνή του χορού μάμπο στο Σεν-Τροπέ, η οποία τη μετέτρεψε σε διαχρονικό σύμβολο ελευθερίας.
















