Ύστερα από εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, το Υπουργικό Συμβούλιο επέλεξε για τη θέση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας τον μέχρι σήμερα αρχαιότερο Αντιπρόεδρό του, κ. Αθανάσιο Ράντο.
Ο κ. Ράντος από τις 22 Ιανουαρίου, διατελούσε χρέη προεδρεύοντος του ΣτΕ μετά την εκλογή της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου, στο αξίωμα της Προέδρου της Δημοκρατίας.
Το βιογραφικό του νέου προέδρου του ΣτΕ Αθανάσιου Ράντου:
Γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1953.
Σπούδασε στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1976, με βαθμό «Άριστα». Έλαβε Μεταπτυχιακό της Νομικής, στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο από το Πανεπιστήμιο Βρυξελλών, το 1990.
Είναι δικηγόρος Αθηνών από το 1978. Διορίστηκε Εισηγητής του Συμβουλίου της Επικρατείας, το 1979. Το 1984, προήχθη στον βαθμό του Παρέδρου του ΣτΕ, ενώ το 1996 τοποθετήθηκε Σύμβουλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Από το 2009, είναι Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Έχει διδάξει για πάνω από είκοσι χρόνια στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Διοικητικό Δίκαιο) καθώς και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Έχει διατελέσει Πρόεδρος πολλών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών και Μέλος της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής. Ήταν μέλος στην Συντακτική Επιτροπή της Επετηρίδας Δικαίου Προσφύγων και Αλλοδαπών της Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Από τον Μάιο του 2018 έως και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, διετέλεσε Προεδρεύων του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά την παραίτηση του Νικόλαου Σακελλαρίου. Στις 22 Ιανουαρίου 2020, ανέλαβε και πάλι Προεδρεύων του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά την εκλογή της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου, στο αξίωμα της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ο νέος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αθανάσιος Ράντος, δήλωσε τα εξής:
«Ευχαριστώ την Πολιτεία, που, με το κατά το Σύνταγμα αρμόδιο όργανό της, το υπουργικό συμβούλιο, με τίμησε με το ανώτατο για την Δικαιοσύνη αξίωμα του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Για το σύντομο διάστημα που μου απομένει να ασκήσω τα νέα καθήκοντα μέχρι την αφυπηρέτηση, δεν μπορώ να υποσχεθώ στην Πολιτεία, την κοινωνία και τον πολίτη, τίποτα άλλο παρά ό,τι ήταν το αποκλειστικό ενδιαφέρον όλα αυτά τα 47 χρόνια: κάθε προσπάθεια και μόχθο για ένα δικαστήριο που, διατηρώντας το κύρος του και την περιωπή του, θα είναι ανοικτό στην κοινωνία και τον πολίτη και θα προσπαθεί να επιλύει αποτελεσματικά τις διαφορές, όπως αρμόζει σε κάθε δικαστήριο ευρωπαϊκής χώρας που σέβεται τον εαυτό του».