«Η δημογραφική κρίση στην πραγματικότητα είναι η ανικανότητα των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων των δυτικών κοινωνιών να ασκήσουν πολιτικές που μπορούν να εγγυηθούν ένα επίπεδο ασφάλειας στους πολίτες, ένα συλλογικό μέλλον και μία προοπτική, που να ενσωματώνουν την κοινωνική πλειοψηφία», τόνισε η Έφη Αχτσιόγλου στο συνέδριο του Economist για το δημογραφικό και την αγορά εργασίας.
Αναφερόμενη στην ελληνική αγορά εργασίας επισήμανε ότι «είναι χαμηλών αποδοχών, άνιση, με πολύ ισχυρή εργοδοτική πλευρά και αδύναμη εργατική -και επειδή υπάρχει υψηλή ανεργία-, με μία κουλτούρα υποτίμησης της εργασίας και κεντρικό γνώρισμα την επισφάλεια. Η δημιουργία οικογένειας με αυτούς τους μισθούς και σε αυτό το εργασιακό περιβάλλον είναι πολύ δύσκολη για τους νέους».
«Ανάγκη αλλαγής του υπάρχοντος εργασιακού μοντέλου»
Η κ. Αχτσιόγλου υπογράμμισε την ανάγκη αλλαγής του υπάρχοντος εργασιακού μοντέλου με ένα νέο που «θα εγγυάται ασφάλεια, αξιοπρεπές επίπεδο αποδοχών και αναγνώριση του ρόλου της εργασίας. Με ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων, βελτίωση μισθών με αύξηση του κατώτατου και συλλογικές συμβάσεις, με περιορισμό των επισφαλών μορφών απασχόλησης (εργολαβίες, ενοικίαση κ.λπ.), με 35ωρο χωρίς μείωση αποδοχών έστω πιλοτικά στην αρχή και με κρατική υποστήριξη ενός μέρους του εργατικού κόστους στις επιχειρήσεις που θα το εφαρμόσουν, με κατάργηση της υπερεργασίας».
Σημείωσε, παράλληλα, ότι πρέπει «να αυξηθεί η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, χωρίς το δίλημμα “δουλειά ή μητρότητα”. Γι’ αυτό απαιτείται ολοκληρωμένη προσέγγιση, με παρεμβάσεις στην εργασία και στο κοινωνικό κράτος, με νέα δικαιώματα για εργαζόμενες και αυτοαπασχολούμενες, με προστασία από τις απολύσεις, με δωρεάν βρεφικούς/παιδικούς σταθμούς, αλλά και σε επίπεδο καταπολέμησης του σεξισμού και αλλαγής αντίληψης για τον ρόλο των φύλων».
Η κ. Αχτσιόγλου ανέφερε, τέλος, ότι «οι πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση της ΝΔ κινούνται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Με την κατάργηση του 8ώρου και τις απλήρωτες ή υποαμειβόμενες υπερωρίες, με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της προστασίας από απολύσεις, ουσιαστικά οδηγούν σε περαιτέρω μειώσεις αποδοχών και σε ακόμη μεγαλύτερη εργασιακή επισφάλεια. Κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή ενός μοντέλου εργασιακών σχέσεων που θα εγγυάται καλύτερο επίπεδο αποδοχών, ασφάλεια και αυτοπεποίθηση στους νέους για να μπορέσουν να κάνουν οικογένεια».