«Το χθεσινό φιάσκο της κυβέρνησης προσέβαλε τον ελληνικό λαό και το Κοινοβούλιο», δήλωσε η Έφη Αχτσιόγλου. «Είναι άλλο πράγμα να τοποθετηθεί ο Πρόεδρος μίας χώρας που δέχεται παράνομη εισβολή και ο λαός του σφαγιάζεται -σε αυτό είχαμε συναινέσει- και είναι εντελώς διαφορετικό να βλέπεις να παίρνουν τον λόγο νεοναζιστές ξανά στην ελληνική Βουλή», σημείωσε η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ, προσθέτοντας ότι «ο ελληνικός λαός έδιωξε από τα έδρανα του Κοινοβουλίου τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής και τους καταδίκασε ως εγκληματική οργάνωση στις φυλακές, εκεί που ανήκουν» και χθες «με ευθύνη της κυβέρνησης δόθηκε το περιθώριο σε φασίστες να εκφράσουν και πάλι λόγο εντός του ελληνικού Κοινοβουλίου. Γι’ αυτό το φιάσκο, γι’ αυτή την προσβολή έχει τεράστια ευθύνη η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη».
Σχολιάζοντας τη μη αναφορά του Ουκρανού προέδρου στην τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, η κ. Αχτσιόγλου τόνισε ότι «πρέπει να το ξαναθυμίζουμε και για έναν επιπλέον λόγο, είναι παράλογο και υποκριτικό η Τουρκία της κατεχόμενης Κύπρου και της παράνομης εισβολής, πρωτοστάτης των παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου, να αναδεικνύεται σε τάχα αξιόπιστο διαμεσολαβητή μεταξύ Ουκρανίας-Ρωσίας, γεγονός που δείχνει και τη λάθος προσέγγιση της κυβέρνησης περί απομονωμένης Τουρκίας».
Αναφερόμενη στο ζήτημα της ακρίβειας επισήμανε ότι «το πρόβλημα έχει λάβει θηριώδεις διαστάσεις λόγω της εσφαλμένης ενεργειακής πολιτικής της κυβέρνησης και των επιλογών της στη δημοσιονομική πολιτική, που είναι αδύνατον να προστατεύσουν τους πολίτες».
Η κυβέρνηση, συνέχισε, «δεν έθεσε κανόνες στην αγορά, δεν έθεσε όριο στη ρήτρα αναπροσαρμογής όπως θα μπορούσε με βάση το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή, δεν έθεσε πλαφόν στη χονδρική και λιανική τιμή του ρεύματος και του φυσικού αερίου, δεν φορολογεί τα υπερκέρδη των εταιρειών παραγωγών ενέργειας», επίσης «θα έπρεπε να έχει γίνει ήδη η μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης καυσίμων, η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και να έχει ουσιωδώς αυξηθεί ο κατώτατος μισθός στα 800 ευρώ».
Υπογράμμισε, τέλος, ότι «η πολιτική της ΝΔ επιδοτεί την αισχροκέρδεια. Οι πολίτες πληρώνουν τα υπερκέρδη από δύο μεριές: και από την τσέπη τους με τους λογαριασμούς και μέσω του Προϋπολογισμού του κράτους».