Η ποινή που επιβλήθηκε στην 19χρονη Βρετανίδα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου είναι τέσσερις μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή.
Η νεαρή κρίθηκε ένοχη για το αδίκημα της δημόσιας βλάβης ύστερα από ψευδή, σύμφωνα με το δικαστήριο.
Στην απόφασή του ο πρόεδρος του δικαστηρίου Μιχαήλ Παπαθανασίου είπε ότι η 19χρονη κρίθηκε ένοχη αφού, όπως εξήγησε, όταν η κατηγορούμενη έδινε καταθέσεις στην Αστυνομία στις 17 και 27 Ιουλίου 2019, σε σχέση με τον ισχυριζόμενο βιασμό της, γνώριζε ότι στην πραγματικότητα δεν είχε συμβεί οποιοσδήποτε βιασμός και πως οι καταθέσεις της ήταν ψευδείς.
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αδίκημα στο οποίο κρίθηκε ένοχη η κατηγορούμενη είναι σοβαρό», ότι το αδίκημα της δημόσιας βλάβης «θεωρείται σοβαρό για τον επιπλέον λόγο ότι αποσπά την προσοχή των ανακριτικών αρχών από τα σοβαρά τους καθήκοντα και εκθέτει σε κίνδυνο αθώους» και πως «αν και είναι από τα παλαιότερα αδικήματα στον Ποινικό Κώδικα, ο σκοπός του είναι διαχρονικός».
Αναφέρεται ακόμα ότι το σχετικό αδίκημα στη Βρετανία, που αρχικά ήταν το ίδιο και εφαρμοζόταν καθαρά ως αδίκημα του κοινού δικαίου, στη συνέχεια αντικαταστάθηκε το 1967 με άλλο αδίκημα ακριβώς «για να διασφαλίσει νομοθετικά τη διαχρονικότητα του σκοπού του, δηλαδή την ποινικοποίηση της άσκοπης σπατάλης του αστυνομικού χρόνου για τον σκοπό διερεύνησης ψευδών καταγγελιών, εφόσον τέτοια συμπεριφορά βλάπτει άμεσα το δημόσιο συμφέρον».
Ο κ. Παπαθανασίου είπε επίσης ότι «με βάση τις ψευδείς καταθέσεις της κατηγορούμενης, 12 νεαρά πρόσωπα συνελήφθηκαν και στερήθηκαν την ελευθερία τους, 7 μάλιστα από αυτά για 10 μέρες».
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου στην απόφασή του έφερε ως παράδειγμα τα όσα λέχθηκαν από «την Αντιπρόεδρο του Βρετανικού Court of Appeal (Criminal Division) Lady Justice Hallet DBE σε απόφαση βρετανικής υπόθεσης, όπου επικυρώθηκε η επιβολή πρωτόδικα ποινής φυλάκισης 10 χρόνων σε κατηγορούμενη που κρίθηκε ένοχη για επαναλαμβανόμενες ψευδείς καταγγελίες βιασμού», ενώ τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης ήταν πολύ πιο σοβαρά από της παρούσας υπόθεσης.
Ο κ. Παπαθανασίου ανέφερε ακόμα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη προς όφελος της κατηγορούμενης και για σκοπούς μετριασμού της ποινής, τη μετάνοια της, το γεγονός ότι η 19χρονη δεν ενήργησε με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού οφέλους, το λευκό ποινικό της μητρώο, το νεαρό της ηλικίας της, τις οικογενειακές, προσωπικές και άλλες περιστάσεις, το πρόβλημα υγείας που φαίνεται να αντιμετωπίζει και την προέκταση των κοινωνικών συνεπειών που η μεγάλης έκτασης δημοσιότητα που δόθηκε στην υπόθεση συνεπάγεται σε βάρος της κατηγορούμενης.
Σημείωσε επίσης ότι προς όφελος της 19χρονης έλαβε επίσης υπόψη «τη μετάνοια που εξέφρασε για την πράξη της εξηγώντας πως ο λόγος που το έκανε ήταν λόγω της ψυχολογικής της φόρτισης και της ανωριμότητας, λόγω του νεαρού της ηλικίας της και τη σημασία που η εν λόγω μετάνοια έχει στο αίτημά της για επίδειξη επιείκειας από το δικαστήριο. Ακόμα στη κατάθεσή της στις 28/7/19 εξήγησε ότι ο λόγος που έκανε την ψευδή κατάθεση ήταν επειδή αντιλήφθηκε πως τη βιντεοσκοπούσαν να προβαίνει σε σεξουαλική πράξη και ήρθε σε δύσκολη θέση/ντράπηκε».
Το δικαστήριο έκρινε ότι «λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, προέχει το στοιχείο της αποτροπής και πως η μόνη αρμόζουσα ποινή σε σχέση με την κατηγορία είναι η ποινή φυλάκισης, ενώ οποιαδήποτε άλλη ποινή δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του νόμου και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε επίδοξους νέους παραβάτες».
Ο δικαστής επέβαλε τελικά στην κατηγορούμενη ποινή φυλάκισης 4 μηνών με τριετή αναστολή, δίνοντάς της έτσι μια δεύτερη ευκαιρία αφού, όπως εξήγησε, όλοι οι παράγοντες που οδήγησαν στην εκδίκαση της υπόθεσης και στα όσα υπέστη η 19χρονη «ήταν αποτέλεσμα της δικής της συμπεριφοράς». Διέταξε επίσης την κατηγορούμενη να πληρώσει άμεσα το χρηματικό ποσό των 140 ευρώ ως έξοδα.
Σε δηλώσεις στους δημοσιογράφους από την Κύπρο, τη Βρετανία και το Ισραήλ, η μητέρα της 19χρονης εξέφρασε την ανακούφιση της οικογένειας για την απόφαση του δικαστηρίου, ευχαρίστησε όλους για τη στήριξη που έδωσαν στην οικογένεια και σημείωσε ότι θα αναχωρήσει με την κόρη της για τη Βρετανία σήμερα.
Από την πλευρά του ο εκ των δικηγόρων της 19χρονης Lewis Power QC (Queens Council) χαρακτήρισε την υπόθεση «τραγική» και είπε πως παρά το γεγονός ότι η απόφαση του δικαστηρίου επιτρέπει στην κοπέλα και την οικογένειά της να επιστρέψουν στη Βρετανία, εντούτοις θα υποβάλουν έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας ενώ θα πάρουν την υπόθεση και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Από το πρωί είχαν μεταβεί στο Δικαστήριο Αμμοχώστου γυναίκες μέλη του «Δικτύου ενάντια στη βία κατά των γυναικών» καθώς και 55 γυναίκες ακτιβίστριες από το Ισραήλ, που ήρθαν χθες βράδυ στην Κύπρο για να συμπαρασταθούν στην 19χρονη Βρετανίδα.
Οι γυναίκες φώναζαν από το πρωί και καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης της ποινής της Βρετανίδας από τον δικαστή συνθήματα όπως «We believe you, yes we do”, “We will always stand with you”, “Cyprus Justice, shame on you” και “We want justice, we don’t want favors”.
Σε δηλώσεις της η Ζέλεια Γρηγορίου, ακαδημαϊκός στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και μέλος της Συντονιστικής Ομάδας του «Δικτύου ενάντια στη βία κατά των γυναικών» ευχαρίστησε τις γυναίκες από το Ισραήλ «που ήρθαν και έσμιξαν τη φωνή τους μαζί μας» και πρόσθεσε πως η συγκεκριμένη υπόθεση «ήταν ένας φάκελος που άνοιξε όπως θα ανοίξουμε και πολλές άλλες βαλίτσες τις οποίες έκλεισαν πολύ γρήγορα οι διωκτικές αρχές. Θέλουμε να δώσουμε φωνή στα θύματα, θέλουμε να διεκδικήσουμε ξανά το δικαίωμα των θυμάτων να καταγγέλλουν με ασφάλεια τη βία κατά των γυναικών, να στηρίζονται όταν καταγγέλλουν».
Από την πλευρά της, η Αργεντούλα Ιωάννου από το «Δίκτυο ενάντια στη βία κατά των γυναικών» είπε ότι «η απόφαση του δικαστηρίου είναι σεβαστή, αλλά όλες οι δικαστικές αποφάσεις υπόκεινται πλέον σε κοινωνική κριτική. Εμείς διαφωνούμε όχι τόσο με την επιβολή ποινής, αλλά με την καταδίκη αυτής της κοπέλας μέσα από διαδικασίες οι οποίες ήταν τρωτές, παραβίαζαν τα δικαιώματά της και αυτές οι πτυχές θα αναδειχθούν κατά την έφεση της υπόθεσης και ενδεχομένως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Εμείς, συνέχισε «καλούμε τη Δημοκρατία με την ευκαιρία αυτής της υπόθεσης να υιοθετήσει μέτρα προστασίας των γυναικών, επανασύστασης των διαδικασιών στην Αστυνομία και στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Προστασίας».