H ανισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών δεν είναι μόνο ένα ευαίσθητο, ηθικό και κοινωνικό ζήτημα, αλλά και μια σημαντική οικονομική πρόκληση, αναφέρεται σε οικονομική ανάλυση στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Όπως επισημαίνουν μεταξύ άλλων οι οικονομικοί αναλυτές της τράπεζας, δεδομένου του σχετικά υψηλού μορφωτικού επιπέδου των γυναικών στην Ελλάδα, οι απώλειες, σε όρους οικονομικής ανάπτυξης, μακροχρόνια, θα είναι σημαντικές, εάν δεν συμμετάσχουν στην αγορά εργασίας με την πλήρη παραγωγική δυναμικότητά τους.
Η ενίσχυση της παραγωγικής δυναμικότητας δεν συνδέεται απλά με την αύξηση της συμμετοχής τους στο εργατικό δυναμικό της χώρας – μια εξέλιξη που έλαβε χώρα σταδιακά τις περασμένες δεκαετίες – αλλά και με την ένταξή τους σε θέσεις λειτουργικά και ιεραρχικά ανάλογες των υψηλών δεξιοτήτων και του μορφωτικού τους επιπέδου, ώστε να ενισχυθούν τα κίνητρα για εργασία, να υπάρξει καλύτερη αντιστοίχιση των ταλέντων και των δεξιοτήτων στις θέσεις εργασίας και εν τέλει να βελτιστοποιηθεί η διοικητική αποτελεσματικότητα (managerial efficiency) των ελληνικών επιχειρήσεων, αναφέρεται στην εκτενή ανάλυση της Alpha Bank.
Ως προς την κατεύθυνση της μείωσης του έμφυλου χάσματος, στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της τράπεζας, παρατίθενται μια σειρά προτεινόμενων πολιτικών:
– Υλοποίηση περισσότερων επενδύσεων στον τομέα βρεφονηπιακών σταθμών και χώρων φύλαξης παιδιών στις επιχειρήσεις. Οι επενδύσεις στο συγκεκριμένο πεδίο αναμένεται να έχουν σημαντική επίδραση στην έμμεση ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου, μέσω της διευκόλυνσης των γυναικών που επιθυμούν πιο ενεργή συμμετοχή στην αγορά εργασίας.
– Εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών και πρακτικών από τις επιχειρήσεις, ώστε προληπτικά να αντιμετωπίζεται η τυχόν άνιση μεταχείριση των δύο φύλων στον επαγγελματικό τομέα, όπως για παράδειγμα αμερόληπτες πρακτικές πρόσληψης και προαγωγών προσωπικού και εξάλειψη των μισθολογικών ανισοτήτων, μέσω της δίκαιης σύνδεσης ποιότητας εργασίας και αμοιβής.
Προς την κατεύθυνση της γεφύρωσης των ανισοτήτων μεταξύ των δύο φύλων, κινείται, και ο πυλώνας 3 του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που περιλαμβάνει πολιτικές και πρακτικές, με στόχο την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής και για τα δύο φύλα, την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, καθώς και την ομαλή επανένταξή τους σε αυτήν, μετά την απόκτηση παιδιού.
Συγκεκριμένα, το Σχέδιο περιλαμβάνει την επιδότηση δημιουργίας βρεφονηπιακών σταθμών και χώρων φύλαξης παιδιών στις επιχειρήσεις αλλά και την ενίσχυση δράσεων που αφορούν στην ενημέρωση και την αλλαγή της κουλτούρας στον επαγγελματικό τομέα αλλά και την κοινωνία (ενίσχυση Παρατηρητηρίου Ισότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, διαμόρφωση μηχανισμού απονομής «Σήματος Διαφορετικότητας» στις επιχειρήσεις που θα υιοθετούν πρακτικές και πολιτικές για την προώθηση της διαφορετικότητας, επιδότηση Κέντρων Δημιουργικής απασχόλησης για μαθητές, με στόχο την εξοικείωση με τις επιστήμες και την τεχνολογία και για τα δύο φύλα από μικρή ηλικία).
Τέλος, προβλέπεται βελτίωση της πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας για τις γυναίκες αλλά και ανάπτυξη των υπηρεσιών φροντίδας (θεσμοθέτηση του «Προσωπικού Βοηθού»), με στόχο την εξασφάλιση και αναγνώριση των ατόμων που παρέχουν αντίστοιχες υπηρεσίες.
Σημαντικό χάσμα
Όπως αναφέρεται στην μελέτη, ακόμη και μετά από δεκαετίες προόδου προς την κατεύθυνση της ισότητας των δύο φύλων, το χάσμα μεταξύ τους παραμένει σημαντικό. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Δυτική Ευρώπη εξακολουθεί να έχει την καλύτερη επίδοση σε σχέση με άλλες γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη, καλύπτοντας σήμερα πάνω από τα ¾ του έμφυλου χάσματος (77,6%).
Η χώρα μας κατατάσσεται στην 98η θέση σε σύνολο 156 χωρών και καλύπτει το 68,9% του έμφυλου χάσματος. Η απόσταση των γραμμών της Ελλάδος και του δυτικοευρωπαϊκού μέσου επιβεβαιώνει ότι οι μεγαλύτερες διαφορές εντοπίζονται στον οικονομικό και τον πολιτικό στίβο, ενώ στην Εκπαίδευση και την Υγεία σημειώνονται εξαιρετικές επιδόσεις στους σχετικούς δείκτες (99,4% και 96,6%, αντίστοιχα).
Στον τομέα της Οικονομίας παρουσιάζεται μέτρια επίδοση (67,2%), κυρίως λόγω των μισθολογικών ανισοτήτων, αλλά και του χαμηλού ποσοστού των γυναικών που κατέχουν θέση ευθύνης (ανώτεροι αξιωματούχοι, διευθυντικά στελέχη: 38,9%). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο τομέας της Πολιτικής παρουσιάζει ιδιαίτερα χαμηλή βαθμολογία, μόλις 12,3%, κυρίως εξαιτίας του χαμηλού ποσοστού των γυναικών που κατέχουν υπουργικές θέσεις.