Άννα Παραγυιού: Μήπως ήρθε η ώρα να ασχοληθούν οι δήμοι με τη στεγαστική πολιτική;

Ήταν αρχές Φεβρουαρίου όταν έκανε τον γύρο του διαδικτύου ένα εντυπωσιακό βίντεο που έδειχνε κινέζους εργάτες να κατασκευάζουν σε χρόνο ρεκόρ νοσοκομείο για ασθενείς που είχαν προσβληθεί από έναν νέο ιό, που λίγες μέρες αργότερα έμελλε να εισβάλει στις ζωές μας. Ο εφιάλτης του κορονοϊού είχε ήδη ξεκινήσει και ουδείς γνωρίζει πότε θα τελειώσει και τι αποτύπωμα θα αφήσει στον ατομικό και συλλογικό μας βίο.

Όταν τον Μάρτιο εμφανίστηκαν τα πρώτα κρούσματα και η πανδημία πλέον μας χτυπούσε την πόρτα, έτυχε τότε με τον σύντροφό μου να ψάχνουμε στη γειτονιά μας, την Καισαριανή, να νοικιάσουμε σπίτι. Οι προδιαγραφές μας ήταν λιτές, σύντομα όμως ανακαλύψαμε ότι είναι εξωπραγματικές: στη πλειοψηφία των περιπτώσεων, η τιμή για ένα τριάρι κυμαινόταν γύρω στα 700 με 800 ευρώ.
Βέβαια δεν είμασταν ανυποψίαστοι.

Άνθρωποι του περιβάλλοντός μας είχαν ήδη παρόμοιες εμπειρίες, και όχι μόνο στην Καισαριανή. Σε όμορες περιοχές σαν τον Βύρωνα, το Παγκράτι, οι τιμές των ακινήτων γίνονται ολοένα πιο απαγορευτικές ακόμα και για μεσαία εισοδήματα.

Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα, ωμά διατυπωμένο όπως ωμή είναι και η πραγματικότητα: πόσα χρήματα πρέπει να βγάζεις για να έχεις μια ζωή αξιοπρεπή; Αυτό το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο σκληρό για τους νέους ανθρώπους όπου κατά κανόνα ο μισθός τους μετά βίας επαρκεί για τη συντήρηση ενός δυαριού. Και ποια μπορεί να είναι η τύχη μιας οικογένειας μέσα σε αυτές τις συνθήκες όπου ένας από τους δύο γονείς είναι άνεργος.

Διαμορφώνεται σταδιακά μια κοινωνία όπου οι γονείς είναι ιδιοκτήτες και τα παιδιά οι ενοικιαστές. Οι νέες γενιές προορίζονται να ζήσουν για άγνωστο διάστημα την ανασφάλεια του ενοικίου, την επισφάλεια της εργασίας και το φάσμα της ανεργίας. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα που ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 200 χρόνια από το 1821, οι νέοι άνθρωποι, οι νέες οικογένειες, δυσκολεύονται να αποκτήσουν αυτό που κάποτε ήταν αυτονόητο: να έχεις τη δική σου εστία. Η «αόρατος χειρ» της αγοράς έχει γίνει ορατότατη και είναι ξόφθαλμο ποιους καθιστά ανέστιους.

Μπροστά σε αυτή την προοπτική, ποια ακριβώς είναι η στεγαστική πολιτική του ελληνικού κράτους; Ποια ακριβώς στεγαστική πολιτική υλοποιούν οι Δήμοι; Και ποια είναι η θέση των θεσμικών οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης; Η απάντηση είναι: καμία.

Αυτή η απουσία της ελληνικής πολιτείας μεγενθύνεται από την εμφάνιση της λεγόμενης βραχυχρόνιας μίσθωσης η οποία τείνει να μετατρέψει το κέντρο της πρωτεύουσας και τις γύρω περιοχές σε μια «Airbnb land». Το γεγονός αυτό (σε συνδυασμό με τη μη χορήγηση στεγαστικών δανείων από τον τραπεζικό τομέα) οδήγησε στην έξωση χιλιάδες ανθρώπους οι οποίοι αναζητούν πέριξ του κέντρου φθηνότερες κατοικίες, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι τιμές σε Δήμους όπως η Καισαριανή.

Η ραγδαία εξάπλωση των Airbnb διαμερισμάτων εδράζεται σε, και ταυτόχρονα δημιουργεί, μια νέα παγκοσμιοποίηση της μετακίνησης, του ελεύθερου χρόνου και της ψυχαγωγίας. Πλέον οι μητροπόλεις του Δυτικού κόσμου μετατρέπονται σε κινηματογραφικά σκηνικά όπου ο επισκέπτης καλείται να βιώσει εμπειρίες. Αυτός είναι ο θρίαμβος της καταναλωτικής κοινωνίας: οι άνθρωποι δεν καταναλώνουν προϊόντα αλλά εμπειρίες. Και οι πόλεις έρχονται να γίνουν το φόντο της απόλαυσης του σύγχρονου ανθρώπου.

Με άλλα λόγια, οι πολιτικές που χαράσσει και η λογική που υιοθετεί σιγά-σιγά η Τοπική Αυτοδιοίκηση στη Δύση δεν έχουν στο επίκεντρο τον εργαζόμενο, τον κάτοικο, αλλά αυτή την παράξενη φιγούρα που αναδύθηκε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα: τον τουρίστα.

Ο «Μεγάλος Περίπατος», για παράδειγμα, του Δημάρχου Αθηναίων, εξελίχθηκε ταχύτατα σε «μεγάλο τίποτα» ακριβώς επειδή εξυπηρετούσε, μεταξύ άλλων, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του τουρίστα και όχι του ντόπιου πληθυσμού και των εργαζόμενων. Ο κ. Μπακογιάννης βλέπει την πόλη της Αθήνας υιοθετώντας την οπτική γωνία του τουρίστα.

Ο τουρίστας/επισκέπτης, ως η επιτομή του καπιταλισμού της διασκέδασης, γίνεται το σημείο αναφοράς για τις παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο των μητροπολιτικών κέντρων, είναι ο καταλύτης της αντίληψης που διαμορφώνουμε για τον δημόσιο χώρο. Θα έχει μείνει στη μνήμη πολλών ότι εν μέσω των πιο μαύρων χρόνων των Μνημονίων ορισμένα παγκάκια της Αθήνας ντύθηκαν με μάλλινα πλεκτά για να «ομορφύνουν» τον χώρο και για να «φτιάξουν» τη διάθεση των περαστικών. Σε αυτή τη λογική υπακούει και η πρόσφατη παρέμβαση στην πλατεία Ομονοίας: από τόπος διέλευσης και συνάντησης μεταμορφώθηκε σε συντριβάνι. Ο στόχος ήταν να σπρώξει τους μετανάστες, τους άστεγους κλπ, μακριά από την πλατεία, ώστε οι επισκέπτες να βγάζουν αψεγάδιαστες σέλφι. Αυτή η χειρονομία εντάσσεται στη διαδικασία εξευγενισμού του μητροπολιτικού κέντρου. Διαδικασία που έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τον αποκλεισμό, την εκδίωξη και την εξαφάνιση των φτωχοδιάβολων.

Στο πλαίσιο αυτό που θέτει τον τουρίστα στο επίκεντρο και τον κάτοικο σε δεύτερη μοίρα, έχει αρχίσει δειλά-δειλά να κάνει την εμφάνισή της στην Τοπική Αυτοδιοίκηση το λεγόμενο «brand name» ως μοχλός ανάπτυξης. Εδώ το βάρος πέφτει τόσο στη φιγούρα του τουρίστα/επισκέπτη όσο και στην προσέλκυση υψηλόμισθων στρωμάτων προκειμένου να κατοικήσουν στην πόλη αντικαθιστώντας κατοίκους με χαμηλό εισόδημα. Δεν είναι τυχαίο ότι αναδύονται πολιτικές δυνάμεις που προσλαμβάνουν την κατασκευή σταθμών του Μετρό κατεξοχήν ως μέσο που αυξάνει την (εμπορική) κινητικότητα προς την πόλη και την αξία της έγγειας ιδιοκτησίας.

Αυτές είναι ευρύτερες εξελίξεις που αφορούν τον κάθε Δήμο. Ιδιαίτερα Δήμους όμορους με την Αθήνα όπως η Καισαριανή, την οποία επιβάλλεται να τη βλέπουμε πλέον ως μέρος του μητροπολιτικού κέντρου για να μπορέσουμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα και τι προεικονίζεται.

Τουρισμός, επενδύσεις στο real estate, δυνατό brand name της πόλης, είναι λέξεις που ακούμε από δημοτικούς παράγοντες. Εκμετάλλευση του βουνού, των πάρκων, των πεζοδρομίων για να γίνει ελκυστική η πόλη. Ελκυστική σε ποιους; Ελκυστική στους επιχειρηματίες, στους τουρίστες, στους περαστικούς, αλλά καθόλου φιλική στους κατοίκους της. Στους νέους ανθρώπους αυτής της πόλης που δεν μπορούν να ενοικιάσουν πλέον ένα διαμέρισμα γιατί δεν τα βγάζουν πέρα. Σε μια γειτονιά, που χάνει τα χαρακτηριστικά της γιατί τα παιδιά της δυσκολεύονται να παραμείνουν σε αυτήν.

Σε πολλές χώρες της Ε.Ε. οι Δήμοι αναλαμβάνουν την εκπόνηση προγραμμάτων στέγασης για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες ―συμπεριλαμβανομένων και των νέων ανθρώπων― όπως στην Ιρλανδία. Μήπως ήρθε η ώρα, ως Δήμοι να ασχοληθούμε σοβαρά με τέτοιου είδους δημόσιες πολιτικές και να εγκαταλείψουν οι δημοτικοί παράγοντες τις φανφάρες με εγκαίνια πεζοδρόμων, μεγαλοστομίες και φθηνά επικοινωνιακά παιχνίδια; Γιατί μια πόλη για να είναι ελκυστική, για να κάνει όνειρα και να έχει προοπτική πρέπει να είναι αρωγός και να στηρίζει της ανάγκες κυρίως, αλλά όχι μόνο, της νεολαίας της. Γιατί χωρίς αυτήν δεν υπάρχει ελπίδα..

Πηγή: zo2.gr