Η πρόταση για οικονομικό εξωδικαστικό συμβιβασμό, η καταστροφή από την κατηγορούμενη του φορητού υπολογιστή και του κινητού της, καθώς και η μαρτυρία της μικρής Μαρκέλλας “δείχνουν”, σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, ενδεχόμενη ύπαρξη κυκλώματος παιδικής πορνογραφίας πίσω από την απαγωγή του κοριτσιού.
Αν και η δράστις το αρνείται κατηγορηματικά, υποστηρίζοντας στην απολογία της ότι “δεν υπήρχε καμία ερωτική επιθυμία απέναντι στο παιδί”, τα στοιχεία δείχνουν προς άλλη κατεύθυνση και συγκεκριμένα τα όσα αναφέρει στην κατάθεσή της η μικρή για κάποιον Αφρικανό με κοτσιδάκια στα μαλλιά που είδε στην οθόνη, σύμφωνα με την RealNews.
Όταν η κατηγορούμενη ρωτήθηκε σχετικά από την ανακρίτρια, ισχυρίστηκε πως “δεν έγινε βιντεοκλήση με κανέναν και σε καμία περίπτωση με κάποιον μαύρο με κοτσιδάκια στα μαλλιά του. Ίσως είναι εικόνες της Μαρκέλλας από το ηρεμιστικό”. Η μικρή, όμως, στη δική της κατάθεση, μιλά ξεκάθαρα και για τρίτο πρόσωπο, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, η περιγραφή της για όλα όσα συνέβησαν δεν συμπίπτει με αυτή της κατηγορουμένης σε αρκετά σημεία. Η μικρή φέρεται π.χ., να λέει πως παραξενεύτηκε που η 33χρονη μπήκε μαζί της στο μπάνιο, όταν άρχισε να την ακουμπά και να της μιλά για σεξ, αλλά της είπε πως “είμαστε γυναίκες, είμαστε μεγάλες. Οι γυναίκες μπορούν να το κάνουν αυτό”. Τη πεποίθησή του, αλλά και της οικογένειας της μικρής Μαρκέλλας, πως η υπόθεση είναι σοβαρότερη από ό,τι φαίνεται εξέφρασε μιλώντας στη Realnews ο νομικός παραστάτης της οικογένειας της 10χρονης, Αλέξης Κούγιας.
“Η απαγωγή της μικρής Μαρκέλλας δεν έγινε μόνο για να ικανοποιηθεί η προσωπική διαστροφή αυτής της επικίνδυνης κατηγορουμένης, αλλά σίγουρα υπάρχουν συνεργοί της, οι οποίοι για να μείνουν στην ανωνυμία και να μην τιμωρηθούν από τη Δικαιοσύνη είτε της έδωσαν αυτά τα πάρα πολλά χρήματα τα οποία βρέθηκαν επάνω της όταν συνελήφθη, είτε την εκφοβίζουν για να μην τους αποκαλύψει. Είμαι βέβαιος ότι το κινητό και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής της θα αποκαλύψουν, εφόσον ερευνηθούν από την Υπηρεσία Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας, με ποια πρόσωπα συνομιλούσε και είχε κοινωνικές επαφές η κατηγορούμενη, τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την απαγωγή. Αυτή η υποψία μου, ότι δεν ήταν μόνη, ενισχύεται καθημερινά από το γεγονός ότι ο δικηγόρος της σε όλες τις τοποθετήσεις του προσπαθεί να πείσει ότι η εντολέας του ήταν μόνη της, λες και κάποιοι πρέπει να τον ακούσουν και να καθησυχάσουν. Αλλά και από το γεγονός ότι η κατηγορούμενη, ενώ δηλώνει πάμφτωχη και ότι εκδίδεται για να επιβιώσει, προτείνει εξωδικαστικό συμβιβασμό με καταβολή χρημάτων. Ποιος θα προσφέρει αυτά τα χρήματα, αφού η κατηγορούμενη είναι πάμφτωχη;”.