Ο Κώστας Αρβανίτης, Αντιπρόεδρος της Αριστεράς (The Left) και τακτικό μέλος της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, αναφέρθηκε στην ανακοίνωση της Eurostat και στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σχολιάζοντας τις επιπτώσεις που αυτές έχουν για την ελληνική αγορά εργασίας και την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι μέσοι ετήσιοι μισθοί στην Ελλάδα ανέρχονται στα 17.954 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο μισό από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην προτελευταία θέση της ΕΕ των 27, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία. Παράλληλα, η ακρίβεια στα βασικά αγαθά, στην ενέργεια και στα ενοίκια παραμένει σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που δυσχεραίνει την καθημερινότητα των Ελλήνων εργαζομένων.
Ο Αρβανίτης σχολίασε τη συνθήκη αυτή ως «πρόβλημα που αφορά όλη την ελληνική κοινωνία», υπογραμμίζοντας ότι η οικονομική πολιτική που στηρίζει το μοντέλο της φθηνής και επισφαλούς εργασίας δεν μπορεί να συνεχιστεί. Επισήμανε ότι λιγότερο από το 30% των εργαζομένων στην Ελλάδα καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο αναγκαία την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την καθολική εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων για τη βελτίωση των όρων εργασίας και μισθών.
Αναλυτικά, η δήλωση του Κώστα Αρβανίτη:
Η σημερινή ανακοίνωση της Eurostat αποτυπώνει με ωμό τρόπο την πραγματικότητα: οι μέσοι ετήσιοι μισθοί πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα ανέρχονται μόλις σε 17.954 ευρώ, σχεδόν τα μισά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι μισθοί των Ελλήνων εργαζομένων είναι στην προτελευταία θέση της Ευρώπης των 27, ξεπερνώντας μόνο τους μισθούς της Βουλγαρίας. Παράλληλα, η ακρίβεια στα βασικά είδη, στην ενέργεια και στα ενοίκια παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Με τους χαμηλότερους μισθούς και τα ακριβότερα σούπερ μάρκετ, οι εργαζόμενοι διαπιστώνουν καθημερινά ότι η ανάπτυξη για την οποία καυχιέται η κυβέρνηση δεν περιλαμβάνει τους ίδιους.
Την ανάγκη να εξασφαλιστούν αξιοπρεπείς μισθοί τονίζει και η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που επιβεβαιώνει το κύρος και τον κοινωνικό πυρήνα της ευρωπαϊκής Οδηγίας για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς. Το Δικαστήριο διατήρησε σε ισχύ την πλειονότητα των άρθρων της Οδηγίας, μεταξύ των οποίων είναι το κρίσιμο 5(1), που συνδέει τους κατώτατους μισθούς με την επάρκεια και την αξιοπρεπή διαβίωση, και το 5(4), που θεσπίζει το «όριο ευπρέπειας» ως βασικό σημείο αναφοράς. Παράλληλα, επιβεβαίωσε τη σημασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της ενίσχυσης των συλλογικών συμβάσεων ως προϋπόθεση για δίκαιους και βιώσιμους μισθούς.
Η δικαστική απόφαση και τα στοιχεία της Eurostat στέλνουν ξεκάθαρο μήνυμα προς την ελληνική κυβέρνηση ότι δεν μπορεί να συνεχίζει να στηρίζει ένα μοντέλο φθηνής και επισφαλούς εργασίας, τη στιγμή που λιγότερο από το 30% των εργαζομένων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις. Καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη να ενισχυθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και να καλυφθούν όλοι οι εργαζόμενοι από συλλογικές συμβάσεις.
Μόνο έτσι θα αυξηθεί το βιοτικό επίπεδο, θα μειωθούν οι ανισότητες και θα διασφαλιστεί ότι η ανάπτυξη ωφελεί το σύνολο της κοινωνίας. Οι δίκαιοι μισθοί, οι ισχυρές συλλογικές συμβάσεις και η αξιοπρεπής ζωή για όλους πρέπει να είναι μονόδρομος για την ευημερία όλων των πολιτών.
















