Αρβανίτης: Κράτος δικαίου, άνοδος ακροδεξιάς και «κλοπή δημοσίου χρήματος» στην αγροτική πολιτική

Στις Βρυξέλλες, στο στούντιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Κώστας Αρβανίτης, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, παραχώρησε συνέντευξη στους Βασίλη Αλεξίου (trikalavoice.gr) και Σωκράτη Μουτίδη («Χρόνος Κοζάνης»). Η κουβέντα εντάσσεται σε κοινή σύμπραξη τεσσάρων περιφερειακών ΜΜΕ και κάλυψε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από το κράτος δικαίου στην Ευρώπη, μέχρι την ελληνική αγροτική πολιτική και την κατάσταση της δημοσιογραφίας.

Κεντρικό σημείο ήταν η νέα ιδιότητα του Αρβανίτη ως εισηγητή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το κράτος δικαίου. Ο ίδιος περιέγραψε την ανάθεση ως «μεγάλη τιμή», ξεκαθαρίζοντας όμως ότι συνοδεύεται από ιδιαίτερη ευθύνη. «Δεν με φοβίζει ο όγκος δουλειάς, αλλά η ανάγκη να γίνει έντιμα, χωρίς θυμό και χωρίς αντιπολιτευτικό πνεύμα», τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι ο ρόλος του αφορά πλέον όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά το σύνολο της Ευρώπης.

Ο Αρβανίτης υπενθύμισε ότι όσα χρόνια εργάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κινείται με βάση σταθερές ευρωπαϊκές αρχές, ανεξάρτητες από κυβερνήσεις και κομματικές συμπάθειες. «Δεν κρίναμε με κριτήριο κυβερνήσεις ή κομματικές συμπάθειες. Κρίναμε με βάση τις αξίες της Ευρώπης», είπε, εξηγώντας ότι αυτή η στάση αναγνωρίστηκε και από άλλες πολιτικές ομάδες, παρότι η σημερινή Ευρωβουλή έχει σαφή συντηρητική πλειοψηφία.

Αναλύοντας τα εργαλεία της Ένωσης για την προστασία του κράτους δικαίου, στάθηκε στις διαδικασίες επί παραβάσει και στο άρθρο 7, σημειώνοντας πως υπάρχουν μέσα, αλλά χρειάζονται ενίσχυση. Περιέγραψε μια ανησυχητική εικόνα, μιλώντας για μια διεθνώς οργανωμένη alt-right, «από τη Βραζιλία μέχρι τις ΗΠΑ και από εκεί στην Ευρώπη», που κατασκευάζει αφηγήματα και μεταθέτει την ευθύνη για τα κοινωνικά προβλήματα στους πιο ευάλωτους: «Όπως στη δεκαετία του ’30 και ’40, εμφανίζονται νέοι εχθροί: ο πρόσφυγας, ο διαφορετικός, το μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας».

Παράλληλα, προειδοποίησε για μια συστηματική προσπάθεια απαξίωσης του ίδιου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ακόμη και από χώρους που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί. Κατά την άποψή του, η απάντηση δεν είναι η αποχώρηση ή η ακύρωση των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά η ενίσχυση της δημοκρατικής συμμετοχής, ώστε να αλλάξουν πραγματικά οι πολιτικοί συσχετισμοί.

Ιδιαίτερα φορτισμένη ήταν η συζήτηση γύρω από τη δημοσιογραφία και την ελευθεροτυπία, πεδίο με το οποίο ο Αρβανίτης έχει άμεση επαγγελματική σχέση. Μίλησε για τους δημοσιογράφους που χάνουν τη ζωή τους σε πολεμικές ζώνες, από την Ευρώπη έως τη Γάζα και την Ουκρανία. Για την Ελλάδα, στάθηκε στην υπόθεση Καραϊβάζ, λέγοντας ότι αντιμετωπίστηκε σχεδόν σαν «εργατικό ατύχημα», σε πλήρη αντίθεση με τη Μάλτα, όπου η δολοφονία της Δάφνης Γκαλιτσία προκάλεσε θεσμικές αναταράξεις. «Στην Ελλάδα ούτε τα κόμματα δεν εργάστηκαν σοβαρά για την υπόθεση Καραϊβάζ», σημείωσε.

Περιέγραψε μια «εγκλωβισμένη δημοσιογραφία», καθώς τα ΜΜΕ εξαρτώνται από οικονομικά και πολιτικά κέντρα ισχύος, ενώ η απουσία συλλογικών συμβάσεων και ουσιαστικών μηχανισμών προστασίας αφήνει εκτεθειμένους τους ρεπόρτερ και τις οικογένειές τους.
Κατά τον Αρβανίτη, χωρίς ελευθερία και ασφάλεια στον Τύπο, το κράτος δικαίου υπονομεύεται σιωπηλά.

Στο ζήτημα της αιρεσιμότητας, κατηγόρησε την ΕΕ για πολιτική επιλεκτικότητα. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της Ουγγαρίας, επισήμανε ότι η συζήτηση για κυρώσεις σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής συχνά λειτουργεί ως «ασπίδα» για κυβερνήσεις που καταπατούν δικαιώματα, καθώς μπορούν να επικαλούνται την υπεράσπιση εθνικών συμφερόντων. «Υπάρχει υποκρισία», είπε, εξηγώντας ότι είναι δύσκολο να ζητά η Ένωση ενιαίες στάσεις όταν δεν διαθέτει πραγματικά ενιαία εξωτερική πολιτική.

Σημαντικό μέρος της συνέντευξης αφιερώθηκε στην αγροτική πολιτική και τα προβλήματα του πρωτογενούς τομέα. Ο Αρβανίτης άσκησε σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση για τους εμβολιασμούς στη ζωική παραγωγή, λέγοντας ότι η Ελλάδα δεν ζήτησε έγκαιρα την ευρωπαϊκή συνδρομή, παρότι υπήρχαν διαθέσιμες λύσεις. Αναρωτήθηκε «Ήταν ανικανότητα ή σκοπιμότητα;», συνδέοντας την καθυστέρηση με ευρύτερες παθογένειες στον σχεδιασμό της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.

Παράλληλα, άνοιξε θέμα διαφάνειας για τα 2,5 δισ. ευρώ της ΚΑΠ, ζητώντας ξεκάθαρη εικόνα για το πού κατευθύνονται τα χρήματα. «Είναι χρήματα των αγροτών, όχι ευρωπαϊκά λεφτά που πήραμε», υπογράμμισε, κάνοντας λόγο ευθέως για «κλοπή δημοσίου χρήματος» στις υποθέσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ. Σύνδεσε την κρίση στον πρωτογενή τομέα με το δημογραφικό πρόβλημα, την εγκατάλειψη της υπαίθρου και τη συνεχιζόμενη «διαρροή» νέων στο εξωτερικό.

Ο Αρβανίτης επεκτάθηκε και σε άλλες πτυχές της ευρωπαϊκής πολιτικής, από την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι τη στέγη, εξηγώντας ότι ακόμη και σε αυτά τα πεδία αποτυπώνονται ιδεολογικές συγκρούσεις. Όπως είπε, η δεξιά προσπαθεί να απαντήσει με επιδόματα και διαχείριση, ενώ η αριστερά αντιπροτείνει εκπαίδευση, συμπερίληψη και μείωση του χρόνου εργασίας, μαζί με ενεργητικές πολιτικές αξιοποίησης ανενεργών κατοικιών για άμεση ανακούφιση στην αγορά ενοικίων.

Κλείνοντας, εξέφρασε έντονη ανησυχία για τη γενικευμένη τάση στρατιωτικοποίησης της Ευρώπης. Τόνισε ότι η συζήτηση για εξοπλιστικά προγράμματα επισκιάζει κρίσιμους τομείς όπως η κοινωνική πολιτική, η τεχνολογία και η επισιτιστική ασφάλεια. Χαρακτήρισε αυτή τη μετατόπιση «αδιανόητο για το 2025» και προειδοποίησε ότι, αν συνεχιστεί, η Ευρώπη κινδυνεύει να χάσει τις θεμελιώδεις αξίες που διαμόρφωσε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.