Έφυγε εχθές από την ζωή ο πρώην πρωθυπουργός του Καναδά, Μπράιν Μαλρόνεϊ σε ηλικία 84 ετών.
Ο Μπράιν Μαλρόνεϊ σημάδεψε την καναδική πολιτική ζωή στα χρόνια του 1980 με την υπογραφή μιας ιστορικής συνθήκης ελεύθερων συναλλαγών με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία αργότερα διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει το Μεξικό.
«Με μεγάλη θλίψη ανακοινώνουμε το θάνατο του πατέρα μου, του αξιότιμου Μπράιαν Μαλρόνεϊ, 18ου πρωθυπουργού του Καναδά», έγραψε στην πλατφόρμα X η Καρολάιν Μαλρόνεϊ. «Έφυγε ειρηνικά, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του», πρόσθεσε.
Φιλόδοξος και γοητευτικός, με μπλε μάτια, θεληματικό πηγούνι και φωνή βαρύτονου, εξίσου άνετος στα γαλλικά και στα αγγλικά, είχε σπουδάσει δικηγόρος και ήταν επικεφαλής επιχείρησης πριν εισέλθει στην πολιτική. «Ο Μπράιαν Μαλρόνεϊ δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται για τους Καναδούς και επεδίωκε ανέκαθεν να κάνει αυτή τη χώρα ένα καλύτερο μέρος για να ζει κανείς. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις συμβουλές που μου έδωσε αυτά τα χρόνια», έγραψε ο καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό στην X μετά την ανακοίνωση. Ο Μπράιαν Μαλρόνεϊ έγινε πρωθυπουργός το 1984 και η πρώτη χρονιά του στην εξουσία ήταν ιδιαίτερα πολυτάραχη, με παραιτήσεις υπουργών για ανάμιξη σε σκάνδαλα.
Κάτοικος του Κεμπέκ, γεννημένος σε μια φτωχή, ιρλανδικής καταγωγής οικογένεια, επιτέθηκε στο καθεστώς του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής και άρχισε μια θεαματική προσέγγιση με τις Ηνωμένες Πολιτείες του Ρόναλντ Ρίγκαν, μετά τις ψυχρές σχέσεις που επικρατούσαν μεταξύ των δύο χωρών επί των φιλελευθέρων του Πιέρ Έλιοτ Τριντό, πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού.
«Του είπα: Ρόναλντ, θέλω μια συνολική συνθήκη ελεύθερων συναλλαγών μαζί σας», είχε αφηγηθεί.
Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν το Μάρτιο του 1985 στη διάρκεια μιας συνόδου κορυφής στο Κεμπέκ, όπου οι δύο ιρλανδικής καταγωγής πολιτικοί έψαλαν μαζί, κρατώντας ο ένας τον άλλον αγκαζέ, τον ύμνο «When Irish Eyes Are Smiling».
Μια συμφωνία, η οποία θα γίνει αργότερα η Συμφωνία Ελεύθερων Ανταλλαγών της Βορείου Αμερικής (ALENA) μεταξύ Καναδά, Ηνωμένων Πολιτειών και Μεξικού, συνήφθη στις αρχές του 1988, προκαλώντας παράπονα και δυσπιστία στον αγγλόφωνο Καναδά, αλλά ικανοποίηση στο Κεμπέκ. Η αντιπολίτευση στην Οτάβα εξέφραζε φόβους μήπως ο Μαλρόνι «πούλησε τον Καναδά στους Αμερικανούς».