Η ηθοποιός και σκηνοθέτις Χρύσα Κολοκούρη μιλάει στο All4fun για το νέο της έργο «Εκκενώστε», που ανεβαίνει στο Studio Μαυρομιχάλη. Μέσα από τέσσερις παράλληλες ιστορίες, το έργο καταγράφει με χιούμορ και αμεσότητα τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, αγγίζοντας θέματα όπως η πολιτική διαφθορά, η στεγαστική κρίση και η δημόσια υγεία.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
«Εκκενώστε» είναι ο τίτλος του νέου θεατρικού έργου σου που θα παρουσιάζεται από τις 19 Φεβρουαρίου στο Studio Μαυρομιχάλη. Πες μας λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου. Τι θα δούμε επί σκηνής;
Πρόκειται για τέσσερις παράλληλες ιστορίες που συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν εν αγνοία τους η μία με την άλλη. Ο πρωθυπουργός της χώρας πεθαίνει, ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο πρόκειται να μετατραπεί σε καταλύματα βραχυχρόνιων μισθώσεων, ένα ζευγάρι παλεύει με τον φόβο του να βγει από το σπίτι, ενώ στα επείγοντα ενός νοσοκομείου ένας άντρας αναζητά το νόημα της ύπαρξης. Ο τόπος και ο χρόνος είναι η Ελλάδα του σήμερα και κάθε μία ιστορία καταπιάνεται με μία πτυχή της ελληνικής πραγματικότητας που λίγο πολύ είναι γνωστή σε όλους μας. Οι γειτονιές που χάνουν τον συνεκτικό ιστό τους και μετατρέπονται σε τουριστικές επιχειρήσεις, η πολιτική διαφθορά, η ευκολία μας κι ο εθισμός μας στον φόβο και φυσικά τα υποβαθμισμένα και υποστελεχωμένα δημόσια νοσοκομεία. Δεν μας μαυρίζει όμως η ψυχή. Πολύ συνειδητά χρησιμοποιείται το χιούμορ ως βασικός άξονας της αφήγησης. Γελάμε, δηλαδή, με τα χάλια μας. Γελάμε γιατί χανόμαστε.

Το «Εκκενώστε», τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, μοιάζει ως “απειλή” του 112! Υπάρχει αυτή η σύνδεση τίτλου-έργου και πραγματικότητας;
Απόλυτη! Για την ακρίβεια η πολιτική προστασία εμφανίζεται μέσα στη ροή του έργου και ήταν η ίδια η πραγματικότητα που διαμόρφωσε την τελική μορφή του, όταν τον Αύγουστο που μας πέρασε, η Αθήνα καιγόταν. Πάλι. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν από τους καπνούς της φωτιάς. Πάλι. Το φυσικό περιβάλλον, που τόσο πολύ έχουμε ανάγκη σε μία πόλη από τσιμέντο, καταστρέφονταν. Πάλι. Και το δυστυχές είναι ότι η φωτιά στην Αττική δεν ήταν η μόνη. Ήταν μία από τις πολλές και δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που συνέβη. Αυτή η αίσθηση μιας αδιόρατης απειλής, επαναλμβανόμενης, χωρίς καμία αίσθηση προστασίας ήταν που με παρακίνησε να δώσω τον χαρακτήρα αυτόν στο σύνολο της ιστορίας.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια άνθιση του ελληνικού θεατρικού έργου που θίγει τις παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας με κύρια χαρακτηριστικά την αμεσότητα και το χιούμορ! Πιστεύεις αυτά τα στοιχεία (αμεσότητα και χιούμορ) είναι τα σύγχρονα μέσα έκφρασης της διαμαρτυρίας των νέων ανθρώπων;
Δεν ξέρω αν είναι τρόπος έκφρασης διαμαρτυρίας. Μπορώ να πω ότι για μένα είναι σίγουρα ένας τρόπος επιβίωσης. Όταν το παράλογο παίρνει διαστάσεις τέτοιες, το χιούμορ μού φαίνεται η μόνη πιθανή αντίδραση. Γράφοντας το «Εκκενώστε» πολλές φορές δεν χρειάστηκε καν να δοκιμάσω τα όρια της φαντασίας μου. Απλά δανείστηκα στοιχεία της καθημερινότητας ή πράγματα που έχουμε ακούσει ή έχουμε δει σε δελτία ειδήσεων και τα τοποθέτησα μέσα σε αυτό το σύμπαν, το οποίο δεν απέχει και πολύ από το δικό μας. «Η ζωή σε μια χώρα δίχως χιούμορ είναι ανυπόφορη, αλλά ακόμα πιο ανυπόφορη είναι η ζωή σε μια χώρα όπου δεν μπορείς να ζεις αν δεν έχεις χιούμορ».

Λίγες ημέρες μετά, στις 24 Φεβρουαρίου, είναι η πρεμιέρα της 2ης χρονιάς παραστάσεων του 1ου σου θεατρικού έργου «Δε Μιλένιαλς» που έρχεται μετά την επιτυχία της περσινής σεζόν! Πες μας λίγα λόγια για το «Δε Μιλένιαλς». Γιατί επέλεξες ως χώρο παράστασης ένα μπαρ;
Στο «Δε μιλένιαλς» βλέπουμε τρεις νέους ανθρώπους, λίγο πριν και λίγο μετά τα τριάντα, να παλεύουν με την ενηλικίωση, την ανεξαρτησία, το νοίκι στο τέλος του μήνα, τον έρωτα και τα όνειρά τους. Κάνουν σχέδια, για να τα δουν να ανατρέπονται, προσπαθούν να συνδεθούν με τους άλλους, με τον εαυτό τους, με τον κόσμο, αποτυγχάνουν, ξαναπροσπαθούν και βασικά ελπίζουν ότι —δεν μπορεί— κάτι θα συμβεί. Το «Δε μιλένιαλς» το είχα οραματιστεί εξ αρχής σε έναν χώρο μη θεατρικό και συγκεκριμένα σε ένα μπαρ. Η μηδενική απόσταση από τους θεατές, η έλλειψη όλου του υλικοτεχνικού εξοπλισμού ενός θεατρικού χώρου ήταν ένα πεδίο που έβρισκα πολύ ενδιαφέρον προς εξερεύνηση. Οι θεατές είναι πραγματικά μέρος της παράστασης, είναι σαν να έτυχε να βρεθούν στον χώρο αυτό και να κοιτούν από την κλειδαρότρυπα τις ζωές αυτών των ανθρώπων.
Τελικά αυτή η γενιά των Μιλένιαλς πόσες αντοχές πιστεύεις πως έχει και από πού αντλεί δύναμη και αισιοδοξία;
Δεν έχω πραγματικά ιδέα. Ο καθένας μας έχει τα δικά του κουράγια και τις δικές του αντοχές. Το πώς νοηματοδοτεί κανείς τη μέρα του είναι πολύ προσωπικό και —τη δεδομένη εποχή, με τις δεδομένες συνθήκες— πολύ συγκινητικό.
Πόσο αισιόδοξη είσαι εσύ για το μέλλον;
Έχω μια βαθιά πίστη ότι όντως δεν μπορεί, κάτι θα συμβεί. Όμως αυτή την πίστη και αυτή την αισιοδοξία δεν την οφείλω σε κανέναν άλλον παρά στους ανθρώπους που είναι κοντά μου και με στηρίζουν με όλη τους την καρδιά, στις γάτες μου που κουρνιάζουν στην αγκαλιά μου στο τέλος της ημέρας και σε μία εσωτερική ανάγκη να βγάζω το κεφάλι μου από τον βάλτο και ν’ αναπνέω. Αν είμαστε αισιόδοξοι σ’ αυτή τη χώρα δεν το χρωστάμε σε κανέναν. Είμαστε αισιόδοξοι παρά το ότι ζούμε σ’ αυτή τη χώρα.
Επόμενα καλλιτεχνικά σχέδια;
Δεν έχω ιδέα! Έχω πολύ μεγάλη ανάγκη από χρόνο, να αντιληφθώ και πάλι τη ροή του. Ε, εκεί μέσα πάντα κάτι γεννιέται.