Δ.Βαρτζόπουλος στο newsique: Να δημιουργήσουμε, επιτέλους, ένα κοινωνικό κράτος-θεμέλιο λίθο της Ελλάδας (podcast)

Την ανάγκη να αποκτήσει, επιτέλους, η Ελλάδα κοινωνικό κράτος αντίστοιχο αυτών που διαθέτουν οι χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης τονίζει σε συνέντευξή του στο newsique.gr ο βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης της Νέας Δημοκρατίας, Δημήτρης Βαρτζόπουλος. Ο πρώην υφυπουργός Υγείας και επί μια 5ετία διοικητής της Υγειονομικής Περιφέρειας Μακεδονίας μιλά, στο newsique podcast, για ένα κοινωνικό κράτος-θεμέλιο λίθο της Ελλάδας, με τρεις πυλώνες:

  • Την Εθνική Κοινωνική Υπηρεσία, που θα αναζητά η ίδια, ενεργητικά, τους ανθρώπους που μπορεί να ζουν κάτω από το ραντάρ και να μην γνωρίζουν καν τι μπορεί να τους παράσχει το κράτος, θα τους παίρνει από το χέρι και θα τους βοηθά να αξιοποιήσουν τις ήδη υπάρχουσες παροχές.
  • Την Εθνική Κοινωνική Πρόνοια, η οποία -αφού καταρτίσει τον αναπηρικό χάρτη της Ελλάδας (καταγράφοντας πόσοι ανάπηροι υπάρχουν και πού)- θα παρέμβει για να στρέψει τη δημιουργία δομών εκεί ακριβώς όπου εντοπίζονται οι αντίστοιχες ανάγκες.
  • Το νέο Εθνικό Σύστημα Υγείας το οποίο θα δώσει προτεραιότητα στην πρωτοβάθμια υγεία, με επιλογή γιατρού από τον ασθενή και ταυτόχρονη αναδιοργάνωση της δευτεροβάθμιας υγείας (νοσοκομείων).

Στην ερώτηση πώς θα χρηματοδοτηθούν όλες αυτές οι παρεμβάσεις, ο κ. Βαρτζόπουλος απαντά ότι ένα μέρος δεν έχει κόστος, αφού συνιστά καλή οργάνωση ήδη παρεχομένων υπηρεσιών. Επίσης, επικαλείται τα ήδη αυξημένα κονδύλια για την Υγεία που έχουν εγγραφεί στο μεσοπρόθεσμο μετά και την πανδημία και καταλήγει: «Δεν είναι δυνατόν να γίνουμε Γερμανία του χρόνου, εκείνο το οποίο όμως μπορούμε να κάνουμε είναι να λειτουργήσει το σύστημα, να το εγκαταστήσουμε και ανάλογα με τις δυνατότητες του Γενικού Λογιστηρίου κάθε χρόνο να προσθέτουμε κάτι παραπάνω»

 

Δείτε εδώ ολόκληρη τη συνέντευξη του βουλευτή Β’ Θεσσαλονίκης της Νέας Δημοκρατίας, Δημήτρη Βαρζτόπουλου στο newsique:

 

Θα ήθελα, αν μου επιτρέπετε κ. Βαρτζόπουλε, να αρχίσω από την επαγγελματική σας ιδιότητα και να σας ρωτήσω, ως ψυχίατρος, πώς βλέπετε να βιώνει η ελληνική κοινωνία -στο βαθμό που διαφοροποιείται από την παγκόσμια- την πανδημία, τα lockdown, όλη αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση που ζούμε το τελευταίο διάστημα;

Θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι κοινωνία με μοναδικά χαρακτηριστικά στον κόσμο δεν υφίσταται. Ασχέτως τι εντύπωση έχουμε για τους εαυτούς μας, είμαστε παρόμοιοι με όλους τους άλλους. Βεβαίως, υπάρχουν ορισμένες ομάδες χαρακτηριστικών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εμείς οι μεσογειακοί λαοί έχουμε κοινωνίες που έχουν παρόμοια άρθρωση και έναν χαρακτήρα ο οποίος έχει περισσότερο τονισμένα τα συναισθηματικά του χαρακτηριστικά. Αν θέλετε, είναι περισσότερο δραματικοί οι τρόποι με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα και εκφραζόμαστε. Υπ’ αυτή την έννοια, μπορεί να πει κανείς, όταν αναγκαζόμαστε να περιοριστούμε εμείς οι λαοί με το δραματικό τρόπο έκφρασης, υποφέρουμε περισσότερο διότι δεν έχουμε επαρκείς εναλλαγές. Δεν μπορούμε να προσλάβουμε και να εκδηλώσουμε συναίσθημα με αυτό τον έντονο τρόπο που συνήθως το κάνουμε. Αρα, λοιπόν, η επίδραση που έχει ο περιορισμός και των αντιλήψεων και των προσλαμβανόμενων παραστάσεων και των δυνατοτήτων έκφρασης, μέσα από ένα lockdown, είτε μερικό, είτε γενικό, επηρεάζουν πολύ περισσότερο αυτού του είδους τις κοινωνίες από τις υπόλοιπες, οι οποίες έχουν ένα πολύ πιο περιορισμένο τρόπο και δραστηριότητας και αντιλήψεων.

Παρ’ όλα αυτά, αντιλαμβάνεστε ότι οι συνέπειες που έχει ένα τέτοιο γεγονός, παρατεταμένο μάλιστα, στην καθημερινότητά μας, πέραν από τις πρακτικές έχουν και αυτές τις συνέπειες, οι οποίες -θα μου επιτρέψετε να πω- όσο σημαντικές και να είναι σε υποκειμενικό επίπεδο, από ιατρικής πλευράς δεν έχουν αυτή τη βαρύτητα που υποθέτει κανείς. Δηλαδή, πιο απλά και κατανοητά, μπορεί να περιοριζόμαστε, μπορεί να ζοριζόμαστε, αλλά -εφόσον είμαστε υγιείς- δεν παθαίνουμε και τίποτε ιδιαίτερο. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει κανείς να διακρίνει, να συνειδητοποιήσει και να ομολογήσει ότι η επίδραση που έχουν αυτές οι καταστάσεις στη ζωή και τον τρόπο αντιμετωπίσεως των πραγματικώς ασθενώς, αυτών των ανθρώπων δηλαδή, που έχουν πραγματικά δεδομένα ψυχιατρικά νοσήματα και ψυχιατρικές διαταραχές, ιδίως αυτών που βρίσκονται υπό συνεχή έλεγχο, είναι πολύ πιο σημαντικές από τις συνέπειες που υφίσταται ο γενικός πληθυσμός.  Και τούτο διότι, σε αυτές τις καταστάσεις του περιορισμού είναι πολύ δύσκολο, πρώτον, να έχει κανείς πρόσβαση στις υπηρεσίες. Δεύτερον, οι υπηρεσίες, επειδή βρίσκονται υπό κατάσταση ηυξημένης ζήτησης, ακριβώς και επειδή υπάρχουν αυτά τα γενικότερα προβλήματα του πληθυσμού, δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν με αυτή την ετοιμότητα και διάθεση που συμβαίνει υπό συνήθεις συνθήκες. Επιπλέον, η επίδραση στο θυμικό όλων των ανθρώπων, όταν συμβαίνει σε δεδομένους ασθενείς επιδεινώνει την όλη κατάσταση.

Εν ολίγοις, ο εγκλεισμός επηρεάζει και τη διάθεση του γενικού πληθυσμού, κάτι που όμως δεν έχει τόσο μεγάλη συνέπεια, αλλά επηρεάζει πολύ περισσότερο την αντιμετώπιση και την εξέλιξη των δεδομένων ψυχιατρικών νοσημάτων.

«Εμείς, οι μεσογειακοί λαοί με το δραματικό τρόπο έκφρασης, υποφέρουμε περισσότερο στη διάρκεια ενός lockdown, διότι δεν έχουμε επαρκείς εναλλαγές. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να περιοριζόμαστε, μπορεί να ζοριζόμαστε, αλλά -εφόσον είμαστε υγιείς- δεν παθαίνουμε και τίποτε ιδιαίτερο», τόνισε μιλώντας στο newsique.gr ο ψυχίατρος και Βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης της ΝΔ, Δημήτρης Βαρτζόπουλος.

 

Αρα, μας λέτε ότι, αντίθετα με ό,τι ενδεχομένως θα περίμενε κανείς, αυτή η κατάσταση δεν αφήνει κάτι μονιμότερο…

Θα μου επιτρέψετε, επίσης, να πω ότι αντιλαμβάνεστε πως όσο δραματική κι αν είναι αυτή η κατάσταση που ζήσαμε εμείς για δύο χρόνια και όσο κι αν έχει επηρεάσει και θα επηρεάσει τις ζωές μας, δεν συγκρίνεται με αυτά τα οποία τραβήξανε οι προηγούμενες γενιές: κατοχές, πόλεμοι, επιστρατεύσεις… Δηλαδή, δεν παύουμε να είμαστε μια προνομιακή γενιά, κ. Χριστοφορίδη, η οποία δεν έζησε πόλεμο.

«Όταν αντιμετωπίζεις ένα τέτοιο τσουνάμι, είναι σαφές ότι θα υποστείς βλάβες. Εκείνο που μπορεί να πει κανείς για τη διαχείριση της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι ότι σε σχέση με τη λοιπή Ευρώπη-χώρες οι οποίες βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδος- εμείς είμαστε μέσος όρος και λίγο καλύτερα», υπογράμμισε ο κ. Βαρτζόπουλος.

 

Με την εμπειρία που έχετε αποκομίσει από τις ιδιότητές σας, ως πρώην υφυπουργός Υγείας και πρώην γενικός γραμματέας Συντονισμού του Κυβερνητικού Εργου, μπορείτε να επισημάνετε ένα σημείο που η κυβέρνηση της ΝΔ τα πήγε πραγματικά πολύ καλά στη διαχείριση της πανδημίας και ένα σημείο όπου θα περιμένατε να τα πάει λίγο καλύτερα; Ένα θετικό και ένα αρνητικό;

Να σας πω την αλήθεια, όταν αντιμετωπίζει κανείς μια τέτοια κρίση, είναι πολύ δύσκολο να γίνουν διαχωρισμοί ότι αυτό πήγε πάρα πολύ καλά, πολύ καλά ή λιγότερο καλά. Διότι, ξέρετε, όταν μπει κανείς στο χειρουργείο ή όταν αντιμετωπίζω εγώ έναν ασθενή ο οποίος έχει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, τα στοιχεία της θεραπείας δεν είναι κεχωρισμένα. Δηλαδή, ο ασθενής ή θα πάει καλύτερα ή δεν θα πάει καλά. Ή θα πάει καλά το χειρουργείο ή δεν θα πάει καλά. Και είναι αδύνατο, όταν θα πάει καλά το χειρουργείο, να βγεις και να πεις, ξέρεις έγιναν καλά τα ράμματα, αλλά μου έσπασε εκείνη η αρτηρία ή να βγω εγώ και να πω ότι το φάρμακο δεν είχε καλή χημεία με τον ασθενή ή δεν τον βοήθησε το περιβάλλον του… Είναι οι παράγοντες αλληλεξαρτούμενοι και πλήρως συνυφασμένοι ο ένας με τον άλλον.

Κοιτάξτε να δείτε… είμαι κυβερνητικός βουλευτής, αλλά θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικός και να μιλώ με όρους οι οποίοι θα είναι επαληθεύσιμοι. Όταν αντιμετωπίζει κανείς ένα τέτοιο τσουνάμι, όταν δηλαδή κανείς βαδίζει στο δρόμο και ξαφνικά πέφτει επάνω σε φορτηγό -γιατί αυτό έγινε σε όλες τις κοινωνίες του κόσμου με αυτή την πανδημία- είναι σαφές ότι θα υποστεί βλάβες. Δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει κανείς αντιμέτωπος με μια φυσική καταστροφή και να μην υποστεί βλάβες. Είναι ένας φυσικός νόμος και οι φυσικοί νόμοι, όπως είναι γνωστό, δεν παραβαίνονται. Ισχύουν ες αεί. Στο τέλος, εκείνο το οποίο μετρά είναι η δυνατότητα να εκφράζεται κανείς ακριβολογώντας με αριθμούς. Αρα, εκείνο που μπορεί να πει κανείς για τη διαχείριση της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι ότι τα τελικά νούμερα, έτσι όπως τουλάχιστον υπάρχουν αυτή τη στιγμή και είναι δεδομένα -δηλαδή: πόσοι νόσησαν, πόσοι πέθαναν, ποιες είναι οι συνέπειες οπουδήποτε στην υγεία ή στην οικονομία- βρίσκονται στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και λίγο καλύτερα. Εγώ δεν λέω ότι είμαστε οι πρώτοι, αλλά σίγουρα δεν είμαστε κάτω από το μέσο όρο. Δηλαδή, σε σχέση με τη λοιπή Ευρώπη, που -όπως αντιλαμβάνεστε- είναι χώρες οι οποίες βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδος, εμείς είμαστε μέσος όρος και λίγο καλύτερα.

Μάλιστα, αν μου επιτραπεί μια παρεκτροπή, από πλευράς δομήσεως των υπηρεσιών τα ευρωπαϊκά κράτη είναι πολύ καλύτερα των κρατών της Βορείου Αμερικής. Ασχέτως αν το κατά κεφαλήν εισόδημα δεν είναι το αμερικάνικο, οι δομές των κρατών της Κεντρικής και Βορείου Ευρώπης είναι πολύ καλύτερες.

Αρα, κατά τεκμήριον, η υπόθεση μέχρι στιγμής τουλάχιστον πήγε καλά.

Ο πρώην υφυπουργός Υγείας και επί μια 5ετία διοικητής της Υγειονομικής Περιφέρειας Μακεδονίας, Δ. Βαρτζόπουλος ήταν σαφής, όταν ρωτήθηκε από το newsique.gr: «Δεν φοβάμαι ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί. Το θεωρώ βέβαιο. Τα νούμερα, όπως εξελίσσονται τις τελευταίες ημέρες, δείχνουν ότι το τέταρτο κύμα δεν είναι ante portas, είναι παρόν και εξελισσόμενο»

 

Ο Δημήτρης Βαρτζόπουλος, με όλη την εμπειρία που προαναφέραμε, φοβάται ότι το επόμενο διάστημα μπορεί να ζήσουμε μια επιδείνωση της κατάστασης;

κ. Χριστοφορίδη, ξέρετε ότι είμαι σαφής και δεν κρύβω τα λόγια μου. Δεν το φοβάμαι γιατί το θεωρώ βέβαιο. Είναι απολύτως βέβαιο ότι θα γίνει. Τα νούμερα, έτσι όπως εξελίσσονται τις τελευταίες ημέρες, δείχνουν ότι το τέταρτο κύμα δεν είναι ante portas, είναι παρόν και εξελισσόμενο.

«Θέλει προσοχή, να μην θεωρηθεί ότι η κατάργηση της μάσκας στους εξωτερικούς χώρους συμβολικώς υπονοεί ότι δεν υπάρχει ανάγκη προφύλαξης», ξεκαθάρισε ο κ. Βαρτζόπουλος.

 

Στο πλαίσιο αυτό, κάποιες αποφάσεις, όπως -για παράδειγμα- ότι βγάλαμε τη μάσκα στους εξωτερικούς χώρους και, μάλιστα, την ώρα που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έδινε οδηγίες για το αντίθετο, μήπως ήταν λίγο βεβιασμένες; Μήπως πρέπει να τις ξανασκεφτούμε έστω και τώρα;

Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να λέει τα πράγματα έτσι όπως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα και να δίνει οδηγίες οι οποίες δεν θα είναι ούτε υποτονικές, ούτε υπερβολικές. Τη στιγμή που οι δραστηριότητες οι οποίες γίνονται έξω, γίνονται πλέον στο πλαίσιο μιας θερμοκρασίας μεσογειακής, το να φορά κανείς μάσκα όταν βαδίζει μόνος του στο δρόμο είναι περισσότερο προβληματικό παρά υποβοηθητικό -λόγω της θερμοκρασίας. Βεβαίως, από την άλλη μεριά, έρχεται η κυβέρνηση και σου λέει: όταν είσαι μέσα σε συνωστισμούς -και έξω να είσαι- καλό είναι να φοράς τη μάσκα. Ερχεστε εσείς και λέτε -σωστά- «ρε παιδί μου, μήπως το ότι το είπαμε αυτό εδώ θεωρηθεί ότι συμβολικώς υπονοεί ότι δεν υπάρχει ανάγκη προφύλαξης;». Εχετε δίκιο. Θέλει προσοχή. Υπ’ αυτή την έννοιαν, έχει μία λογική αυτό που έκανε η κυβέρνηση, αλλά πάλι λέγω εγώ -συμφωνώντας μαζί σας- ότι θα πρέπει να έχουμε το νου μας και εάν τα πράγματα επιδεινωθούν τις επόμενες ημέρες, εκεί θα πρέπει η κυβέρνηση να βγει και να πει «παιδιά, με συγχωρείτε, αλλά δεν βλέπω ότι κρατάτε το μέτρο έτσι όπως πρέπει να το κρατάτε, δεν βλέπω ότι έχετε συναίσθηση αυτού το οποίο συμβαίνει, άρα ξαναβάλτε μάσκες και έξω». Δηλαδή, δικαιολογείται αυτό το οποίο έκανε, αλλά θέλει προσοχή -alert, alert, alert- εάν τα πράγματα δεν πάνε καλά, να επιστρέψουμε με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.

 

Αρα, λέτε -και πολύ σωστά- ότι η κυβέρνηση πρέπει να είναι από πάνω, με κάθε εξέλιξη και σε κάθε στροφή…

Ναι, κάθε μέρα. Και πολλές φορές την ημέρα.

 

κ. Βαρζτόπουλε, άκουσα την ομιλία σας στη Βουλή για το μεσοπρόθεσμο. Μου άρεσε αυτό που επιλέξατε ως τίτλο της, για την ανάγκη μιας επιθετικής κοινωνικής πολιτικής. Για την ανάγκη μιας πολιτικής που θα βάζει στο επίκεντρο τον άνθρωπο, χωρίς να πηγαίνει, ούτε προς το ακραία νεοφιλελεύθερο, ούτε προς την απέναντι πλευρά. Πείτε μας, σας παρακαλώ, πώς σκέφτεστε ότι μπορεί να χτιστεί μια τέτοια πολιτική από την παρούσα κυβέρνηση;

Πραγματικά, είναι ένας τομέας ο οποίος είναι πολύ σημαντικός και, δυστυχέστατα, και λόγω αν θέλετε και αντικειμενικών συνθηκών, στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες, δεν τυγχάνει της προσοχής που θα έπρεπε να έχει. Κατ’ αρχήν, πρέπει να πούμε ότι η ΝΔ είναι ένα κόμμα το οποίο κινείται σε αυτή την παράδοση των λαϊκών ευρωπαϊκών κομμάτων, ένα δημοκρατικό κόμμα, ένα κόμμα δηλαδή της ελληνικής χριστιανοδημοκρατίας, κατά τα ευρωπαϊκά αζιμούθια του όρου. Εκείνο που προτείνω εγώ δεν είναι τίποτα το διαφορετικό από το να αντλήσουμε από αυτή την ένδοξη παράδοση της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής, το συγκερασμό δηλαδή, τη συνισταμένη που έχει δύο συνιστώσες, τη χριστιανοδημοκρατική και τη σοσιαλδημοκρατική της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής, για τη δημιουργία ενός κοινωνικού κράτους που αποτελεί και τον βασικό θεμέλιον λίθον της ευρωζώνης, της επιτυχίας δηλαδή που έχουν τα κράτη της ΕΕ εν γένει και της ευρωζώνης ιδιαίτερα. Οι πυλώνες που απαρτίζουν αυτό το κοινωνικό κράτος, επί των οποίων -αν θέλετε- ερείδεται το κοινωνικό κράτος είναι ο κοινωνικός πυλώνας, ο οποίος αντιμετωπίζει τα προβλήματα των ευαλώτων και αδυνάμων, το εθνικό σύστημα προνοίας, το οποίο αντιμετωπίζει τα προβλήματα των ψυχικώς και σωματικώς αδυνάτων και ο τρίτος πυλώνας -και ίσως, για όλους εμάς, εννοώ για τον γενικό πληθυσμό, ο σημαντικότερος όλων- είναι ένα λειτουργόν εθνικό σύστημα υγείας. Λειτουργόν κατά τα πλέον βέλτιστα παραδείγματα της σύγχρονης εποχής. Η ύπαρξη, λοιπόν, μιας σωστά κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα λειτουργούσης κοινωνικής υπηρεσίας, που δεν έχει αυτή τη στιγμή η χώρα, η ύπαρξη ενός εθνικού συστήματος προνοίας που δυστυχώς στην Ελλάδα δεν είχε ποτέ η χώρα, η ύπαρξη ενός μοντέρνου εθνικού συστήματος υγείας το οποίο θα προέλθει από τη μετεξέλιξη του ΕΣΥ το οποίο είναι σχεδόν 40 ετών -το 1983 ιδρύθηκε από τον αείμνηστο Γεννηματά- είναι νομίζω οι τρεις πυλώνες που θα δώσουν αίσθηση επανεκκίνησης ή, αν θέλετε, της θεμελίωσης, επιτέλους και στη χώρα μας, ενός κοινωνικού κράτους αντάξιου της εννοίας του όρου.

 

Τι διαφορετικό θα έχει, όμως, το κοινωνικό κράτος που περιγράφετε από αυτό που βιώνουμε σήμερα; Δώστε μας ένα παράδειγμα…

Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή αυτό που υπάρχει από πλευράς κοινωνικής υπηρεσίας είναι, πράγματι, ορισμένοι υπάλληλοι οι οποίοι κινούνται στο πλαίσιο των αντιστοίχων υπηρεσιών των δήμων, σε επίπεδο τμήματος, υπάρχει η «Βοήθεια στο Σπίτι», υπάρχουν ορισμένα κέντρα κοινότητας τα οποία είναι υποστελεχωμένα, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δουλεύουν στα ΚΑΠΗ και μέσω των ΚΑΠΗ κοιτούν να βοηθούν οποιονδήποτε έρχεται και ζητά οτιδήποτε… Ημουν τις προάλλες σε ένα δήμο της περιφέρειάς μου και, πραγματικώς, οι δύο κυρίες, κοινωνικές λειτουργοί που λειτουργούν στα ΚΑΠΗ εξυπηρετούν ασφαλισμένους οι οποίοι έχουν προβλήματα με τις υποβολές των συντάξεων… άνθρωποι οι οποίοι δουλεύουν στα ΚΕΠ κάνουν τα πάντα. Δηλαδή, ο καθείς προσπαθεί εκ των ενόντων, σε κάθε δήμο, να αντιμετωπίσει προβλήματα τα οποία πλέον -και ύστερα από όλα αυτά τα οποία τραβήξαμε τα τελευταία χρόνια, με τις χρεοκοπίες, με την πανδημία- αντιλαμβάνεστε ότι γίνονται ολοένα και πιο πιεστικά.

«Υπάρχουν χωριά 30-40 χλμ από τη Θεσσαλονίκη, πραγματικώς “απομονωμένα”. Ανθρωποι που, πολλές φορές, δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τι μπορεί να κάνει το κράτος για αυτούς. Η Κοινωνική Υπηρεσία θα έπρεπε να τους αναζητά και πηγαίνει σε αυτούς, να τους παίρνει από το χέρι»

Εκείνο το οποίο θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι σε κάθε κοινωνία, ακόμη και στην πιο προηγμένη, υπάρχει ένα ποσοστό του πληθυσμού, το οποίο είναι «απομονωμένο». Για λόγους αντικειμενικούς, κυρίως μορφωτικούς, οικονομικούς, αλλά και όσον αφορά τον τόπο της κατοικίας του -ακόμη και σήμερα στην Ελλάδα, στην περιφέρειά μου, υπάρχουν χωριά τα οποία απέχουν 30-40 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, αλλά τα οποία πραγματικώς είναι «απομονωμένα». Για ανθρώπους που δεν έχουν ίδιο αυτοκίνητο μέσο, η πρόσβαση είναι δύσκολη. Οι άνθρωποι αυτοί, πολλές φορές κ. Χριστοφορίδη, δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τι μπορεί να κάνει το κράτος για αυτούς, να αντιληφθούν, δηλαδή, τη δυνατότητα να βοηθηθούν σε σημαντικές εκφάνσεις, σε σημαντικές καταστάσεις της ζωής τους. Δηλαδή, δεν μπορούν να ξέρουν τι βοήθεια μπορούν να έχουν από το κράτος σε ζητήματα υγείας, σε ζητήματα συνταξιοδοτήσεως, σε ζητήματα προνοίας αν, χτύπα ξύλο, έχουν κάποιον ανάπηρο στο σπίτι, δεν ξέρουν πώς μπορούν να βρουν πιο εύκολα δουλειά, δεν ξέρουν τι προγράμματα του ΟΑΕΔ υπάρχουν… Δηλαδή, είναι άνθρωποι οι οποίοι κινούνται κάτω από τα ραντάρ, στο περιθώριο της κοινωνίας. Αυτούς τους ανθρώπους, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τους προσεγγίσει κανείς ει μη μόνον μέσω μιας κοινωνικής υπηρεσίας, η οποία θα έχει τη δυνατότητα να πάει να τους βρει. Δηλαδή, θα είναι ενεργού αναζήτησης. Αυτό, για να γίνει, χρειάζεται μια υπηρεσία η οποία θα έχει ενιαία καθοδήγηση, ενιαίο τρόπο δόμησης. Εμείς, σε ένα νομοσχέδιο πριν από αρκετό καιρό, μπορεί να είναι και χρόνος, είχαμε ψηφίσει -υπάρχει, δηλαδή, αυτό ως νομοθετική πρόβλεψη- να υπάρχει ως κέντρο καθοδήγησης ιδίως όσον αφορά τον τρόπο ανάπτυξης των εργασιών και της θεματολογίας, δηλαδή του αντικειμένου της υπηρεσίας, ο ΟΠΕΚΑ. Η μετεξέλιξη του ΟΓΑ, ο οργανισμός πληρωμών των επιδομάτων, βάσει νόμου είναι αυτός ο οποίος θα καθοδηγεί τις επιμέρους κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων. Οι οποίες, όμως, αυτή τη στιγμή δεν έχουν ενιαίο τρόπο δομήσεως και λειτουργίας. Εδώ και χρόνια υπάρχει μια πρόταση της αλήστου μνήμης τρόικα, για τον τρόπο που θα πρέπει να δομούνται οι δήμοι ανάλογα με την πληθυσμιακή τους σύσταση και ανάλογα με τη γεωγραφική τους κατάσταση, η οποία πρόταση πραγματικώς ερείδεται στις καλύτερες ευρωπαϊκές πρακτικές. Μπορούμε, λοιπόν, να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα οργανογράμματα, των δήμων της Γερμανίας, του Βελγίου κλπ και να δημιουργήσουμε ενιαίως δομημένες και ενιαίως λειτουργούσες κοινωνικές υπηρεσίες σε κάθε δήμο. Και, μάλιστα, σε μια συζήτηση στην επιτροπή κοινωνικών υποθέσεων πριν από πολύ καιρό είχα κάνει και συγκεκριμένη πρόταση για το πώς μπορεί να γίνει αυτό, να υπάρχει δηλαδή μία διεύθυνση κοινωνικών υπηρεσιών σε κάθε δήμο, η οποία θα έχει ως τμήματα τη Βοήθεια στο Σπίτι, τα κέντρα κοινότητος, τα οποία θα είναι εκείνα που θα προσεγγίζουν εξατομικευμένα τους ανθρώπους που ξέρουν ότι έχουν ανάγκη -καταλαβαίνετε, σε ένα επαρχιακό δήμο όπως αυτοί της περιφέρειάς μου, μια έτσι δομημένη κοινωνική υπηρεσία μπορεί να ξέρει τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη με τα ονόματά τους. Εκείνο που επίσης θεωρώ πολύ σημαντικό -και είναι προς τιμήν της προηγουμένης κυβερνήσεως του ΣΥΡΙΖΑ η οποία και το θέσπισε- είναι τα κέντρα υποβοηθήσεως των δανειοληπτών τα οποία αυτή τη στιγμή δεν λειτουργούν. Θα πρέπει και αυτά να αποτελέσουν ξεχωριστά τμήματα, διότι αντιλαμβάνεστε ότι έρχεται πλέον ένα άμεσο μέλλον το οποίο θα βρίθει αναγκών όσον αφορά την εξέλιξη των ανθρώπων οι οποίοι φεύγουν από το νόμο Κατσέλη και οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν τις καινούριες απαιτήσεις του νέου νόμου περί δευτέρας ευκαιρίας και ρυθμίσεως των αναγκών, μεταξύ των οποίων και η δυνατότητα ατομικής πτωχεύσεως. Αντιλαμβάνεστε ότι είναι πολύπλοκοι νόμοι, νόμοι οι οποίοι μπορεί να οδηγήσουν σε θεαματικά αποτελέσματα, αρκεί βεβαίως να γίνονται με σωστό τρόπο. Και για να γίνονται με σωστό τρόπο, θα πρέπει κάποιος να πάρει τον παππού και τη γιαγιά ή τον αποτυχημένο επιχειρηματία ή τον άνθρωπο ο οποίος έχει τελειώσει το δημοτικό και έχει πέσει έξω, τον αγρότη επιχειρηματία σε ένα χωριό, να τον πάρει από το χεράκι και να του δείξει πώς πρέπει να γίνει αυτό όλο. Ο οποίος μπορεί να μην ξέρει ότι υπάρχει για να το αναζητήσει. Πρέπει η κοινωνική υπηρεσία να πάει στο χωριό, να τον βρει και να τον στηρίξει. Αυτό είναι η ενεργός αναζήτηση που λέω.

Αν όλα αυτά σας φαίνονται διαστημικά, σας λέω ότι είναι όσο διαστημική είναι η Κοινωνική Υπηρεσία που -όπως γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν ζήσει, σπουδάσει και εργαστεί στο εξωτερικό- υπάρχει και λειτουργεί εδώ και δεκαετίες στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Είναι καιρός, λοιπόν, αυτό το οποίο νομοθετήσαμε να το βάλουμε σε μια σειρά και να το κάνουμε πράξη.

Θα σας πω, όμως, και κάτι άλλο, πολύ πιο συγκεκριμένο. Εχουμε από τη μια μεριά το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, το οποίο μας έφερε εδώ η World Bank. Αυτό νομίζω ότι τρέχει πλέον, δίδει μια στοιχειώδη μεν, αλλά υπάρχουσα αγοραστική δύναμη στους ευαλώτους και αδυνάμους. Συγχρόνως έχουμε και μια σειρά επιδομάτων. Εχουμε τα οικογενειακά επιδόματα, τα επιδόματα στέγασης, έχουμε 6, 7, 8, 9 επιδόματα. Εκείνο το οποίο νομίζω ότι είναι ευχερές να γίνει είναι να περάσουμε πλέον σε μια εξατομικευμένη προσέγγιση των ανθρώπων που κυριολεκτικώς ζουν στο περιθώριο, δηλαδή να δούμε τι ακριβώς χρειάζεται η κάθε οικογένεια. Χρειάζεται αγοραστική δύναμη; Χρειάζεται υποστήριξη στέγασης, χρειάζεται προνοιακή υποστήριξη, επειδή έχει ανάπηρο παιδί, χρειάζεται ιατροφαρμακευτική κάλυψη, δηλαδή δεν ξέρει ότι έχει ΑΜΚΑ, δεν ξέρει τι μπορεί να κάνει με τον ΑΜΚΑ, δεν ξέρει πού μπορεί να προσφύγει για να λύσει τα προβλήματά της; Χρειάζεται καθοδήγηση για το πώς θα γλιτώσει το σπιτάκι στην τάδε κωμόπολη, το οποίο ετοιμάζεται να το πάρει η τράπεζα διότι δεν πληρώνει εδώ και χρόνια το στεγαστικό; Δηλαδή, μπορούμε να φτιάξουμε ένα basket υπηρεσιών, το οποίο δεν θα έχει εκείνο τον τυποποιημένο γραφειοκρατικό χαρακτήρα «υπάρχει αυτό και εκείνο το επίδομα, μπες στο ΚΕΠ, δώσε τα στοιχεία σου μπας και τσιμπήσεις το επίδομα εκείνο, το επίδομα το άλλο», αλλά -σε συνεργασία με την κοινωνική λειτουργό, που θα ξέρει τη συγκεκριμένη περίπτωση- να μπορέσεις να πάρεις τις δυνατότητες που προσφέρει το κράτος. Τις υφιστάμενες. Αυτό το οποίο μπορείς, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αυτός είναι σε αδρές γραμμές ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει μια ενιαία κοινωνική υπηρεσία. Και, μεταξύ μας, δεν κοστίζει ούτε δεκάρα τσακιστή. Γιατί όλα αυτά υπάρχουν. Το μόνο το οποίο πρέπει να γίνει είναι ότι θα πρέπει, επαναλαμβάνω, να είναι ενιαίως δομημένες οι υπηρεσίες και να προσπαθήσουμε, συν τω χρόνω, δεν λέω αύριο, οι υπηρεσίες αυτές να λειτουργούν με προσωπικό μονίμου φύσεως. Δεν εννοώ δημοσίους υπαλλήλους, εννοώ υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου όπως είναι οι περισσότεροι υπάλληλοι πλέον στους ΟΤΑ. Αυτή τη στιγμή, λειτουργούν κάνοντας χρήση των προγραμμάτων ΕΣΠΑ κι αυτό δίνει, δυστυχώς, μία αίσθηση πρόσκαιρου ή σημαντικών συνεχών εναλλαγών, η οποία δεν είναι προς το καλό της υπηρεσίας. Δεν μπορεί να γίνει αύριο… Αύριο εκείνο που μπορεί να γίνει είναι να διατεθούν με συγκεκριμένο τρόπο, δηλαδή όχι αποκλειστικώς στη Βοήθεια στο Σπίτι, αλλά προς στελέχωση όλων αυτών των κοινωνικών υπηρεσιών, τα 2.900 άτομα τα οποία περιμένουν τώρα να διοριστούν από την προκήρυξη των 3.000.

 

Απέναντι σε όλα αυτά τα πολύ ενδιαφέροντα, η ερώτηση που θα μπορούσε να ακουστεί εύλογη είναι πως, δεδομένου ότι όλη αυτή η αναδιοργάνωση δεν μπορεί να μην έχει κανένα απολύτως κόστος, από πού θα προκύψει αυτό την ώρα που ήδη το μεσοπρόθεσμο που ψηφίστηκε προβλέπει δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,7% του ΑΕΠ από το 2025 και μετά;

Αυτό που λέτε είναι πάρα πολύ σωστό και δεν έχει τόσο εφαρμογή στη δημιουργία μιας ενιαίας Κοινωνικής Υπηρεσίας όπως την περιέγραψα, όση έχει στα άλλα δύο που θα σας πω επί τροχάδην ακολούθως τα οποία είναι ενδεχομένως και σημαντικότερα και πολύ πιο κοστοβόρα: το Εθνικό Σύστημα Προνοίας και το νέο Εθνικό Σύστημα Υγείας, όπως σας είπα στην αρχή. Και, ιδίως, στο Εθνικό Σύστημα Υγείας η δημιουργία, επιτέλους, ενιαίου συστήματος πρωτοβαθμίου περίθαλψης. Δηλαδή, παροχής υπηρεσιών υγείας στον πολίτη. Για να το πούμε απλά, να καταλαβαίνει ο λαός για τι συζητάμε, εννοούμε τους περιπατητικούς ασθενείς που πηγαίνουν στο ιατρείο, όχι στο νοσοκομείο -εκεί είναι δευτεροβάθμια. Αυτά κοστίζουν.

Δεδομένου ότι ουδέν κακόν αμιγές καλού, ακόμη και ένα τσουνάμι οδηγεί μια κοινωνία να θωρακιστεί καλύτερα απέναντι στις φυσικές καταστροφές, όπως και η πανδημία μας οδηγεί ως κοινωνία και ως κράτος να αντιμετωπίσουμε την ανάγκη να έχουμε καλύτερη προετοιμασία, καλύτερες υπηρεσίες υγείας, καλύτερη πρόληψη, καλύτερες κοινωνικές υπηρεσίες… Αυτή η ανάγκη οδήγησε ήδη τη χώρα στην πρόβλεψη στο μεσοπρόθεσμο μισού δισεκατομμυρίου παραπάνω κάθε χρόνο για το υπουργείο Υγείας, εν πολλοίς δηλαδή για τις υπηρεσίες υγείας, 200 εκατομμύρια για προνοιακές παροχές παραπάνω κάθε χρόνο επί μονίμου βάσεως έδωσε στον ΕΦΚΑ και το πιο σημαντικό είναι ότι έχουν προβλεφθεί επιπλέον από το προηγούμενο επίπεδο 500 εκατομμύρια για τον ΟΠΕΚΑ. Τι σημαίνει αυτό; Σε αυτές τις περιπτώσεις, κ. Χριστοφορίδη, και σας μιλώ ως εν ενεργεία πολιτικός με κάποια διοικητική πείρα, δεν είναι δυνατόν αυτό που θα οικοδομήσεις να το οικοδομήσεις μέσα σε ένα χρόνο. Ούτε δύο. Εκείνο που θα τελειώσεις σε δύο χρόνια είναι να έχεις έτοιμη τη δομή και να αρχίσεις να την υλοποιείς με μια ταχύτητα η οποία θα είναι ευθέως ανάλογη της κουβέρτας που έχεις διαθέσιμη από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Δηλαδή, όταν δημιουργείς Κοινωνική Υπηρεσία και λέω ότι θα πρέπει να έχει μονίμους υπαλλήλους, αντιλαμβάνεστε ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι, στο βαθμό που πρέπει να προσληφθούν, μπορεί να χρειαστούν 5-7 χρόνια.

«Το Εθνικό Σύστημα Προνοίας θα πρέπει να καταρτίσει τον αναπηρικό χάρτη της χώρας, να γνωρίζει πόσοι άνθρωποι έχουν την ανάγκη του και πού, άρα πόσες δομές χρειάζονται και πού. Σήμερα, η ρύθμιση αυτή αφήνεται στην ελεύθερη αγορά πράγμα που, όταν μιλάμε για παροχή θεραπευτικών υπηρεσιών, δεν είναι και ό,τι το αποτελεσματικότερο»

Προφανώς και στο ενδιάμεσο εγώ θα λειτουργώ με αυτούς που έχω, για τους οποίους θα κάνω μια διάταξη αξιοποίησης του υφισταμένου προσωπικού με όσο το δυνατόν καλύτερο, πιο ευρωπαϊκό, σύγχρονο, δομημένο τρόπο. Στη δόμηση, όμως, ενός Εθνικού Συστήματος Προνοίας, που δεν είναι τίποτε άλλο από την οργανωμένη παροχή υπηρεσιών στους αναπήρους, πρέπει να αρχίσουμε από ένα πολύ σημαντικό γεγονός: την κατανόηση, αντίληψη και ενημέρωση πόσους έχουμε. Ξέρετε, δεν το γνωρίζουμε. Ο περίφημος αναπηρικός χάρτης της χώρας δεν υφίσταται. Δηλαδή, δεν ξέρουμε πόσα παιδιά με νοητική υστέρηση έχει η τάδε περιφέρεια, πόσα παιδιά με διαταραχές του φάσματος του αυτισμού έχει εκείνη η περιφέρεια. Αρα, δεν ξέρουμε και πόσες δομές χρειαζόμαστε και πού. Παραδείγματος χάριν, έχουμε αυστηρότατες προδιαγραφές αδειοδοτήσεως των κέντρων δημιουργικής απασχόλησης ανθρώπων με ειδικές ανάγκες, αλλά δεν έχουμε εικόνα το πόσα χρειάζονται πού. Αφήνουμε, λοιπόν, αυτή τη ρύθμιση στην ελεύθερη αγορά. Αυτό, όπως αντιλαμβάνεστε, όταν μιλάμε για παροχή θεραπευτικών υπηρεσιών, δεν είναι και ό,τι το προσφορότερο και αποτελεσματικότερο. Από εκεί και πέρα, λες: Τι έχω ως Δημόσιο; Αυτό το οποίο έχω ως Δημόσιο κοιτώ πώς να το οργανώσω καλύτερα. Τι άλλο μπορώ να κάνω; Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Τα σωματεία, δηλαδή, των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες. Αυτά τα επιχορηγώ όσο μπορώ να τα επιχορηγήσω, όσο έχω κουβέρτα, αλλά τα επιχορηγώ ανάλογα με τη χωροταξική τους νομή. Το ίδιο γίνεται και στον ιδιωτικό τομέα. Σου λέει ο άλλος: Εγώ μπορώ να φτιάξω ένα ΚΔΑΠ ΑΜΕΑ. Πού το θες; Εκεί. Μα εκεί δεν χρειάζεται. Θα πας εκεί. Και οι επιχορηγήσεις εκεί πάλι οι οποίες γίνονται μέσω ΕΣΠΑ περνούν σιγά-σιγά σε μόνιμη αντιμετώπιση από τον ΕΟΠΥΥ γιατί είναι αγορά υπηρεσιών από το κράτος για τους πολίτες του από ιδιώτες ή ΜΚΟ. Και εκεί, βασικά, αγοράζεις αυτά τα οποία μπορείς και τα αυξάνεις όσο περισσότερο μπορείς.

 

Και το νέο Εθνικό Σύστημα Υγείας;

Ο κόσμος, όταν ακούει ΕΣΥ αντιλαμβάνεται τα νοσοκομεία. Τα νοσοκομεία είναι το πιο απλό. Το πιο δύσκολο από όλα, όπως σας είπα και προηγουμένως, είναι η πρωτοβάθμια. Ο κόσμος δεν τα καταλαβαίνει αυτά, γιατί εμείς ζούμε σε ένα δικό μας κόσμο εδώ και δεκαετίες ή ευθύς εξαρχής. Όταν λέμε πρωτοβάθμια, για να δώσω στον κόσμο να καταλάβει, εννοούμε τις παλιές τις δομές του ΙΚΑ που πηγαίναμε εκεί μας έγραφαν τις συνταγές και πηγαίναμε και παίρναμε τα φάρμακα από τα φαρμακεία, ή υπήρχαν και ΙΚΑ τα οποία εξήταζαν τον κόσμο. Αυτό, στην κεντρική Ευρώπη, γίνεται από συμβεβλημένους ιδιώτες γιατρούς. Εκεί ισχύει κάτι το οποίο εμείς εδώ δεν γνωρίσαμε ποτέ. Ή το γνωρίσαμε μόνο στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν οι γιατροί που ήταν συμβεβλημένοι με το Δημόσιο. Αυτοί οι οποίοι κοιτούσαν του δημοσίους υπαλλήλους που είχαν το καφέ βιβλιαράκι. Πήγαιναν, έγραφαν πάνω στο βιβλιαράκι τα φάρμακα και έγραφαν πίσω και τις επισκέψεις. Και έκοβαν μετά το χαρτάκι, το έδιναν στο Δημόσιο και από το Δημόσιο έπαιρναν τα λεφτά. Εκεί είχες τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής, πήγαινες δηλαδή όπου ήθελες και ο γιατρός αμειβόταν ανάλογα με το πόσοι ασθενείς τον επέλεγαν.

«Το σημαντικότερο στοιχείο του νέου ΕΣΥ είναι η πρωτοβάθμια υγεία. Αυτή τη στιγμή, στην Ελλάδα, σε σχέση με αυτό που συμβαίνει έξω, δεν υπάρχει τίποτα. Υπάρχουν δομές, φιλότιμες, που δουλεύουν νυχθημερόν, αλλά -ακριβώς λόγω της αριθμητικής τους ισχύος, αλλά και του τρόπου δομήσεως και αμοιβής των συμμετεχόντων- προσφέρουν στοιχειώδεις υπηρεσίες»

Αυτή η βασική αρχή είναι η αρχή επί της οποίας βασίζεται η παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας υγείας στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο, στην Ολλανδία, σχεδόν σε όλη τη Γαλλία. Είναι ένας τρόπος με τον οποίο το κράτος αντιμετωπίζει τις ανάγκες των πολιτών του. Ενας ακριβός τρόπος. Αυτό το σύστημα κοστίζει πολλά. Είναι πλήρως κοστολογημένο στη Γερμανία. Εχει συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας, ελέγχου κλπ. Αυτά είναι τεχνικές λεπτομέρειες. Βεβαίως κοστίζει πολλά και αυτό δικαιολογεί πολύ περισσότερο όλων των άλλων την ερώτησή σας: Πού θα τα βρούμε τα λεφτά, ρε φιλαράκι; Αυτή τη στιγμή, στην Ελλάδα, δεν υπάρχει από πλευράς πρωτοβάθμιας υγείας, σε σχέση με αυτό που συμβαίνει έξω, τίποτα. Υπάρχουν δομές, οι οποίες είναι φιλότιμες, δουλεύουν νυχθημερόν, αλλά -ακριβώς λόγω της αριθμητικής τους ισχύος, αλλά και του τρόπου δομήσεως και αμοιβής των συμμετεχόντων- προσφέρουν στοιχειώδεις υπηρεσίες. Και το λέω συνειδητά αφού, εκτός από τα πολιτικά αξιώματα που μου έδωσαν τη δυνατότητα να έχω προσωπική άποψη, ήμουν 5 χρόνια διοικητής της Υγειονομικής Περιφέρειας Μακεδονίας. Δηλαδή, αυτές τις δομές, τις διοίκησα προσωπικά -και νοσοκομεία και πρωτοβάθμιες δομές υγείας- εκ του σύνεγγυς για 5 χρόνια. Σας λέω λοιπόν ότι οι πάροχοι, οι επιστήμονες, το προσωπικό, νοσηλευτικό, διοικητικό, βοηθητικό, σκοτώνονται από το πρωί μέχρι το βράδυ, οι υπηρεσίες όμως που εν τέλει παράγονται απέχουν παρασάγγας από το μέσο ευρωπαϊκό όρο. Κι αυτό έχει σχέση με τη δομή, τον τρόπο λειτουργίας και τον τρόπο αμοιβής.

«Δεν είναι δυνατόν να γίνουμε Γερμανία του χρόνου, εκείνο το οποίο όμως μπορούμε να κάνουμε είναι να λειτουργήσει το σύστημα, να το εγκαταστήσουμε και ανάλογα με τις δυνατότητες του Γενικού Λογιστηρίου κάθε χρόνο να προσθέτουμε κάτι παραπάνω»

Εγώ αυτό που λέω είναι: Ρε συ, δεν είναι δυνατόν να γίνουμε Γερμανία του χρόνου, εκείνο το οποίο όμως μπορούμε να κάνουμε είναι να λειτουργήσει το σύστημα, να το εγκαταστήσουμε και ανάλογα με τις δυνατότητες του Γενικού Λογιστηρίου κάθε χρόνο να προσθέτουμε κάτι παραπάνω. Και νομίζω ότι αν πούμε κάτι τέτοιο θα είναι τίμιο και θα το κατανοήσει και θα το ανταμείψει ο Ελληνας πολίτης.