Οι κακές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών, το χαμηλό ποσοστό επιλογής της τεχνικής εκπαίδευσης και η Παραπαιδεία είναι οι μεγάλες προκλήσεις, που καλείται το πολιτικό σύστημα της χώρας, να αντιμετωπίσει, τόνισε στην παρέμβαση του στην Βουλή ο βουλευτής ΝΔ Β Θεσσαλονίκης Δ. Βαρτζόπουλος στην συζήτηση του Νομοσχεδίου για την αναβάθμιση του Σχολείου.
«Οι στόχοι μας πρέπει, να είναι σαφείς και μετρήσιμοι» υποστήριξε ο Βουλευτής. «Και βάσει αυτών των στόχων, να γίνεται η αξιολόγηση όλων, υφιστάμενων αλλά και της Διοίκησης, μέχρι το ανώτατο δυνατό επίπεδο, του Υπουργού και του Υπουργικού Συμβουλίου. Τέτοιοι στόχοι πρέπει, να είναι:
Η μείωση του ενδεικτικότερου όλων των μειονεκτημάτων των Σχολείων μας, των κακών επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών. Στην τελευταία -2018- έρευνα του Προγράμματος Διεθνούς Εκτίμησης Μαθητών, του γνωστού PISA, το ποσοστό των Ελλήνων μαθητών με επίδοση, που τους κατατάσσει στα δύο υψηλότερα επίπεδα εγγραμματισμού (5 και 6) σε ένα τουλάχιστον από τα γνωστικά αντικείμενα (κατανόηση κειμένου, μαθηματικά/φυσικές επιστήμες και δεξιότητες του πολίτη του κόσμου) είναι μόλις 6,2%, έναντι 15,7% του μέσου όρου του Ο.Ο.Σ.Α. Το ποσοστό των Ελλήνων μαθητών, που έχει καταταγεί στα χαμηλότερα επίπεδα εγγραμματισμού (1α και 1β) και στα τρία γνωστικά αντικείμενα είναι 19,9% έναντι 13,4% του μέσου όρου του Ο.Ο.Σ.Α. Οι διαφορές είναι στατιστικώς βαρέως σημαντικές και δραματικές.
Το ίδιο είναι και οι ανισότητες. Στην Ελλάδα περίπου το 8% των μαθητών που προέρχονται από ευνοϊκό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον σημείωσαν πολύ υψηλές επιδόσεις στην κατανόηση κειμένου έναντι μόνον 1% αυτών από μη ευνοϊκό. Τα αντίστοιχα ποσοστά στον Ο.Ο.Σ.Α ήταν 17% και 3%. Η βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών και η μείωση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων πρέπει, να είναι λοιπόν μετρήσιμη επιδίωξη» υπογράμμισε ο κ. Βαρτζόπουλος.
«Ο επόμενος στόχος προέχει, να είναι ένα από τα βασικότερα δομικά προβλήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Ο βαθμός επιλογής της Τεχνικής Εκπαίδευσης. Τούτο εξαρτάται από την κατάλληλη προετοιμασία και αξιολόγηση των παιδιών στην βασική Εκπαίδευση, πχ στα Εργαστήρια Δεξιοτήτων. Είναι γνωστόν, ότι η Ελλάς το 2014 ερχόταν πρώτη παγκοσμίως στο ποσοστό του πληθυσμού που ήταν εγγεγραμμένο στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Είναι επίσης γνωστόν, ότι η ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού παραδείγματος της χώρας σκοντάφτει στην έλλειψη εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού. Η αύξηση της αναλογίας επιλογής της τεχνικής εκπαίδευσης από το δικό μας 28% προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 48% πρέπει, να γίνει πιεστική προτεραιότητα».
Ο κ. Βαρτζόπουλος ανέδειξε, ως μείζον ζήτημα, την ανάγκη διευθέτησης του μοναδικού ελληνικού φαινομένου των φροντιστηρίων:
«Η αυτονόμηση της σχολικής μονάδος, δηλαδή η επιδίωξη ενός εκπαιδευτικού προγράμματος προσαρμοσμένου στις ιδιαίτερες ανάγκες της, εν συνδυασμώ με τις δυνατότητες, που δίνει το νομοσχέδιο για την λειτουργία εκπαιδευτικών ομίλων, δίδουν μια μοναδική ευκαιρία. Μία ευκαιρία να αντιμετωπισθεί το μεγαλύτερο όλων πρόβλημα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, αυτό που το καθιστά μοναδικό αν όχι στον κόσμο σίγουρα στην Ευρώπη, την παραπαιδεία, τα φροντιστήρια δηλαδή.
Πόσοι άραγε ελληνόπαιδες δεν αναλίσκουν σχεδόν το σύνολο του ελευθέρου χρόνου στα φροντιστήρια προετοιμασίας για τις εξετάσεις εισόδου στα ΑΕΙ; Τι κάνουν τις αντίστοιχες ώρες οι ευρωπαίοι συνομήλικοι τους; Ποιες οι μακροπρόθεσμες ψυχολογικές επιπτώσεις αυτής της μονομερούς διαμόρφωσης της εφηβείας; Ποιο ποσοστό του διαθεσίμου οικογενειακού εισοδήματος αναλίσκεται εκεί; Πόσο επηρεάζεται από αυτό η ισοδύναμος αγοραστική ισχύς του ελληνικού νοικοκυριού σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο;» τόνισε ο Βουλευτής και κατέληξε:
«Ήρθε η ώρα, να αναζητηθούν, με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση, τρόποι ένταξης της φροντιστηριακής δραστηριότητας στην ολοήμερη λειτουργία των σχολείων. Θα μπορούσε φυσικά, να γίνει εκ των ενόντων με την χρησιμοποίηση επιπρόσθετων αναπληρωτών. Χρειάζονται όμως γενναιότερες λύσεις. Όπως με συμβάσεις παροχής έργου με φυσικά η νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επώμιση και επιμερισμό της δαπάνης από τους συλλόγους γονέων. Ευνοήτως θα πρέπει εδώ, να υπάρξει και πλήρης ιδιαίτερη κρατική μέριμνα για τους αδυνατούντες. Το νομοσχέδιο ανοίγει δρόμους προόδου. Ας τους βαδίσουμε με γενναιότητα και ας μη αφήσουμε τα μεγάλα προβλήματα της γενιάς μας στις επόμενες».