Η νέα σεζόν για το ελληνικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ξεκινά με σαφώς χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τα προηγούμενα δύο χρόνια.
Οι πρώτες πράξεις δείχνουν ότι ο παραγωγός πληρώνεται πλέον μεταξύ 4 και 5 ευρώ το λίτρο, ανάλογα με την ποιότητα και την περιοχή.
Σε πανελλαδικό επίπεδο, οι τιμές του εκατόκιλου κινούνται γύρω από τα 420–430 ευρώ στις αρχές Οκτωβρίου, χωρίς μεγάλες διακυμάνσεις μέχρι σήμερα.
Ουσιαστικά, η αγορά έχει «κλειδώσει» σε επίπεδα χαμηλότερα από πέρυσι, επιβεβαιώνοντας την τάση αποκλιμάκωσης που είχε αρχίσει ήδη από το τέλος της περσινής σεζόν.
Καθοριστικό ρόλο για τη φετινή εικόνα παίζει και πάλι η Ισπανία, η οποία λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για τις διεθνείς τιμές.
Εκεί, το έξτρα παρθένο με οξύτητα έως 0,8% κινείται από περίπου 397,5 έως και 470 ευρώ το εκατόκιλο, ανάλογα με την περιοχή και την ποιότητα.
Η πτώση που καταγράφεται στις ισπανικές τιμές μέσα στον Οκτώβριο τείνει να «σέρνει» προς τα κάτω και την ελληνική αγορά.
Έτσι, οι εμπορικές πράξεις στη χώρα μας διαμορφώνονται σε ανάλογα επίπεδα, με μικρές αποκλίσεις όπου το προϊόν είναι εξαιρετικής ποιότητας ή πολύ χαμηλής οξύτητας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί συνεταιρισμός στη Λακωνία που διέθεσε ποσότητα έξτρα παρθένου ελαιολάδου με οξύτητα 0,2% στα 486 ευρώ το εκατόκιλο.
Την ίδια στιγμή, ένωση παραγωγών στην Κρήτη για ελαιόλαδο 0,3% έκλεισε σε περίπου 430 ευρώ το εκατόκιλο, αποτυπώνοντας τις διαβαθμίσεις ανάλογα με την ποιότητα.
Συνολικά, η Λακωνία φαίνεται να καταγράφει τις υψηλότερες τιμές στη χώρα, με τη Μεσσηνία και την Κρήτη να ακολουθούν.
Παρά ταύτα, τα επίπεδα τιμών είναι σαφώς χαμηλότερα από το ξεκίνημα της περυσινής περιόδου (2024/25), αλλά και ακόμη πιο κάτω σε σχέση με το εκρηκτικό άνοιγμα της σεζόν 2023/24.
Την περσινή χρονιά, το έξτρα παρθένο έως 0,8% είχε ανοίξει πανελλαδικά κοντά στα 677,5 ευρώ το εκατόκιλο.
Την προπέρσινη, το άνοιγμα ήταν ακόμη υψηλότερο, περίπου στα 788,5 ευρώ, τιμές που αντικατόπτριζαν τότε την «κρίση ελαιολάδου» που εκτόξευσε το προϊόν.
Φέτος, η διαφορά είναι εντυπωσιακή: η τρέχουσα τιμή παραγωγού εμφανίζεται περίπου 37% χαμηλότερη από πέρσι και γύρω στο 46% πιο κάτω από πρόπερσι.
Ακόμη και σε σχέση με τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών, η τιμή κινείται χαμηλότερα κατά περίπου 10%, δείχνοντας σαφή επιστροφή σε πιο «φυσιολογικά» επίπεδα.
Η εξέλιξη αυτή αρχίζει να αποτυπώνεται και στην τσέπη του καταναλωτή, που βλέπει πλέον διαφορετικές τιμές στο ράφι.
Οι λιανικές τιμές για τυποποιημένο ελαιόλαδο εκτιμάται ότι θα κινούνται περίπου μεταξύ 6 και 10 ευρώ το λίτρο, με την αγορά να «γέρνει» περισσότερο προς τα 6 παρά προς τα 10 ευρώ.
Για το χύμα λάδι, η εικόνα είναι ακόμη πιο ξεκάθαρη: η τιμή αναμένεται να σταθεροποιηθεί ανάμεσα στα 5 και 6 ευρώ το λίτρο.
Ουσιαστικά, μιλάμε για επιστροφή στα επίπεδα πριν από την κρίση του 2023, όταν το ελαιόλαδο εκτοξεύθηκε και έγινε είδος… πολυτελείας για πολλά νοικοκυριά.
Φυσικά, δεν σημαίνει ότι ο καταναλωτής δεν θα συναντήσει υψηλότερες τιμές σε συγκεκριμένες κατηγορίες.
Βιολογικά προϊόντα, γνωστά brand names, ιδιαίτερες ή συλλεκτικές συσκευασίες θα συνεχίσουν να τοποθετούνται σε «πριμοδοτημένα» επίπεδα, ανάλογα με την εμπορική πολιτική κάθε εταιρείας.
Για τη μεγάλη μάζα του κοινού, όμως, η τελική τιμή στο ράφι θα εξαρτηθεί κυρίως από την ποιότητα, τη συσκευασία και τον συσκευαστή.
Το αν μιλάμε για μπουκάλι, τενεκέ, επώνυμο ή πιο «ανώνυμο» προϊόν, θα παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής λιανικής τιμής.
Αντίστροφη, βέβαια, είναι η εικόνα για τους παραγωγούς, που βλέπουν το εισόδημά τους να συμπιέζεται.
Το όφελος για τον καταναλωτή μεταφράζεται σε «χασούρα» για τον ελαιοπαραγωγό, ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει αυξημένα κόστη από την καλλιέργεια μέχρι τη συσκευασία.
Το όργωμα, η λίπανση, η συγκομιδή, το ελαιοτριβείο, η ενέργεια, τα μεταφορικά και οι συσκευασίες έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Έτσι, πολλοί παραγωγοί αναμένεται να εκφράσουν έντονη δυσαρέσκεια, υποστηρίζοντας ότι η φετινή τιμή δεν καλύπτει εύκολα το πραγματικό κόστος παραγωγής.















