Εντοπίστηκε στα 700 μέτρα βάθος και σε απόσταση 20 ναυτικών μιλίων από την τοποθεσία στην οποία θεωρήθηκε αρχικά ότι είχε βυθιστεί, το κύτος του οχηματαγωγού «Ηράκλειον» που βυθίστηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 παρασύροντας στον θάνατο 280 επιβάτες, στα ανοιχτά της Αντιμήλου.
Η αιτία της βύθισης τελικά δεν είναι η μετακίνηση ενός προβληματικά δεμένου φορτηγού, αλλά η πρόσκρουση σε μικρή βραχονησίδα, κατά τη διάρκεια μεγάλης θαλασσοταραχής. Η πρόσκρουση προκάλεσε μεγάλο ρήγμα στα ύφαλα του πλοίου.
Το εύρημα αυτό προκύπτει από τη μελέτη στα υπολείμματα του πλοίου, που εκπόνησε ομάδα ερευνητών, που χρησιμοποίησαν sonar.
Το «Ηράκλειον» πραγματοποιούσε το δρομολόγιο Πειραιάς-Χανιά και Πειραιάς-Ηράκλειο. Η βύθιση έγινε πολύ γρήγορα, στις 2.13 τα ξημερώματα, και ενώ σχεδόν όλοι οι επιβάτες και το πλήρωμα κοιμόντουσαν. Οι διασωθέντες ήταν 46 (30 επιβάτες και 16 από το πλήρωμα).
Στο πόρισμα του δικαστηρίου -που καταδίκασε σε 5-7 έτη φυλάκιση τον διευθυντή της εταιρείας και δύο αξιωματικούς- αναφέρεται:
«Οι τρεις αιτίες που έστειλαν το Ηράκλειον στον βυθό της θάλασσας ήταν η κακή διακυβέρνηση του πλοίου, η απώλεια του δεξιού καταπέλτη και η απώλεια ευστάθειας του πλοίου μετά την κατάκλιση του καταστρώματος οχημάτων, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία ανατροπή και βύθιση του πλοίου».
Τελικά, όπως προκύπτει η αλήθεια είναι διαφορετική και επιβεβαιώνει την έκθεση επτά πλοιάρχων για το τραγικό γεγονός, η οποία όμως είχε απορριφθεί.
Σύμφωνα με την εκτίμησή τους, το «Ηράκλειον» παρέξέκλινε της πορείας του κατά 11 ναυτικά μίλια από το στίγμα που έδωσε πριν βυθιστεί, ενώ ο θόρυβος που ακούστηκε δεν προήλθε από το άνοιγμα της μπουκαπόρτας, αλλά εξαιτίας της πρόσκρουσης σε βραχονησίδα. Έτσι, δικαιολογείται και η πετρελαιοκηλίδα που προέκυψε, αφού προκλήθηκε ζημιά και στη δεξαμένή των καυσίμων.