Επιστολή στην Επίτροπο Ισότητας της ΕΕ Έλενα Ντάλι έστειλαν η Ευρωβουλευτής ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ Έλενα Κουντουρά, εισηγήτρια της Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον «Αντίκτυπο της Ενδοοικογενειακής Βίας στις Γυναίκες και τα Παιδιά και τα Δικαιώματα Επιμέλειας» και ο επικεφαλής της Ευρωομάδας, Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αρμόδιος για την Ισότητα των Φύλων και τη Διαφορετικότητα, Δημήτρης Παπαδημούλης: Ζητούν την παρέμβασή της Επιτρόπου για τις προωθούμενες από την ελληνική κυβέρνηση αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο που παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σειρά διεθνών συμβάσεων.
Στην επιστολή τους ενημερώνουν την Επίτροπο και τονίζουν ότι:
- Επιχειρείται η αλλοίωση του παιδοκεντρικού χαρακτήρα του ελληνικού οικογενειακού δικαίου, με το άρθρο 5 του προωθούμενου νομοσχεδίου και με σειρά άλλων διατάξεων.
- Υπονομεύεται το «βέλτιστο συμφέρον του παιδιού» που προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις, θέτοντας αντ’ αυτού στο επίκεντρο της προωθούμενης ρύθμισης τα συμφέροντα συγκεκριμένων κατηγοριών γονέων.
- Το παιδί αντιμετωπίζεται ως παθητικός αποδέκτης της άσκησης των γονικών δικαιωμάτων και όχι ως πραγματικός κάτοχος του δικαιώματος, στην πλειονότητα των άρθρων του νομοσχεδίου.
- Το συμφέρον του παιδιού πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση διότι κάθε υπόθεση είναι ξεχωριστή, και ο νόμος οφείλει να παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να επιλέξει την καταλληλότερη διευθέτηση γονικής μέριμνας, όπως υπαγορεύεται ξεκάθαρα σε κοινοτική οδηγία του 2012 που έχει μεταφερθεί στην ελληνική νομοθεσία με τον νόμο 4478/2017 για την προστασία κάθε παιδιού-θύματος, καθώς και από διάφορα άρθρα της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
- Το νομοσχέδιο δημιουργεί διακρίσεις και αντιβαίνει την αρχή της Ισότητας και τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, χωρίζοντας τα παιδιά σε δύο κατηγορίες: σε αυτά που δικαιούνται ακρόαση από το Δικαστή και σε εκείνα του αποκλείονται, με την προσβλητική για τα παιδιά όσο και τους δικαστές προσθήκη να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του παιδιού μόνο όταν φτάσει στο δικαστήριο η υπόθεση και μόνο εάν η γνώμη του «κρίνεται από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής».
- Είναι επικίνδυνη η διάταξη που απαιτεί «αμετάκλητη καταδίκη» για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας σε περιπτώσεις γονικής επιμέλειας, και πρέπει να αποσυρθεί καθώς παραβιάζει τα δικαιώματα των θυμάτων. Είναι γνωστό ότι χρειάζονται περισσότερα και από οκτώ χρόνια για αμετάκλητη καταδίκη, επιτρέποντας στους κακοποιητικούς γονείς να συνεχίσουν την κακοποιητική τους δραστηριότητα εναντίον των πρώην συντρόφων ή των παιδιών, στη βάση αποκλειστικά της αξίωσής τους ως γονέων για τη φροντίδα και επικοινωνία με το παιδί.
- Οι τροποποιήσεις που επιφέρει στον Ελληνικό Αστικό Κώδικα, είναι αντίθετες προς το πνεύμα και το γράμμα της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, που η Ελλάδα έχει κυρώσει εδώ και τρία χρόνια όμως δεν έχει εφαρμόσει την πλειοψηφία των διατάξεών της στην πράξη. Η προωθούμενη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, θα εκθέσει τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας σε μεγαλύτερο κίνδυνο και θα παρεμποδίσει σε μεγάλο βαθμό την πρόσβασή τους στην Δικαιοσύνη.
- Η νομοθετική αντιμετώπιση των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας έρχεται σε αντίθεση και με το περιεχόμενο της Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για τον αντίκτυπο της ενδοοικογενειακής βίας και τα δικαιώματα γονικής επιμέλειας. Στην Έκθεση εκφράζεται ξεκάθαρα η θέση πως η άσκηση των δικαιωμάτων επίσκεψης ή επιμέλειας δεν θα θέτει σε κίνδυνο τα δικαιώματα και την ασφάλεια του θύματος ή των παιδιών.
Με βάση τις παραβιάσεις των διεθνών συμβάσεων που επιφέρει το νομοσχέδιο και καθώς κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν την Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ενδοοικογενειακή βία και τα δικαιώματα επιμέλειας, οι Ευρωβουλευτές καλούν την Επίτροπο να πάρει θέση αν η ελληνική νομοθετική πρωτοβουλία συνάδει με τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της ΕΕ, τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το κείμενο της επιστολής :
«Βρυξέλλες, 16 Απριλίου 2021
Αγαπητή Επίτροπε Ντάλι,
Θα θέλαμε να επισημάνουμε την έντονη ανησυχία μας σχετικά με την πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης να θέσει σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου», το οποίο περιλαμβάνει διατάξεις που παραβιάζουν τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης αλλάζει και αλλοιώνει τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα του Ελληνικού Οικογενειακού Δικαίου, καθώς στο προτεινόμενο νέο άρθρο 1511 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα (άρθρο 5 του παρόντος νομοσχεδίου), αντί να αναφέρεται στο παιδί και το συμφέρον του, αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στους γονείς, τις προσδοκίες τους, τις επιθυμίες και τις σχέσεις τους, οι οποίες, στην πραγματικότητα, αποτελούν κριτήριο και καθοδηγητική αρχή που οι Έλληνες δικαστές πρέπει να ακολουθήσουν και να λάβουν υπόψη, ως το υποτιθέμενο «συμφέρον του παιδιού».
Το νομοσχέδιο αγνοεί ότι «το συμφέρον του παιδιού» δεν είναι μια αόριστη ή γενική έννοια, αλλά, αντίθετα, είναι συγκεκριμένη για κάθε παιδί, που ανατρέφεται από συγκεκριμένους γονείς με συγκεκριμένους χαρακτήρες και συγκεκριμένες προσωπικότητες. Υπό αυτήν την έννοια, ο νόμος πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να επιλέξει την καταλληλότερη διευθέτηση γονικής μέριμνας, συγκεκριμένα για κάθε παιδί σε κάθε υπόθεση. Αυτό υπαγορεύεται επίσης ξεκάθαρα από το άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2012/29/ΕΕ (που έχει μεταφερθεί στην ελληνική νομοθεσία με τον νόμο 4478/2017) για την προστασία κάθε παιδιού-θύματος, καθώς και από διάφορα άρθρα της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Ωστόσο, πολλές από τις προτεινόμενες διατάξεις δεν υπηρετούν το πραγματικό συμφέρον του κάθε παιδιού ξεχωριστά, αλλά τα συμφέροντα συγκεκριμένων κατηγοριών γονέων.
Το παιδί προσεγγίζεται, στην πλειονότητα των άρθρων του νομοσχεδίου, ως παθητικός αποδέκτης της άσκησης των γονικών δικαιωμάτων και όχι ως πραγματικός κάτοχος του δικαιώματος, ενώ είναι προφανές ότι, σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των θυμάτων συγκρούονται με την αξίωση του δράστη για τα γονικά του δικαιώματα και τελικά παραβιάζονται.
Το νομοσχέδιο εισάγει μια πληθώρα εξωδικαστικών διαδικασιών πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το δικαστήριο, όμως η γνώμη του παιδιού προβλέπεται να ζητηθεί μόνο εάν η υπόθεση φτάσει στο δικαστήριο και, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, υπαγορεύεται να ληφθεί υπόψη μόνο “… εάν η γνώμη του παιδιού κρίνεται από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής”.
Η προσθήκη αυτή, εκτός από προσβλητική τόσο για τα παιδιά όσο και για τους δικαστές, είναι αντίθετη στην αρχή της ισότητας και στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, επειδή χωρίζει τα παιδιά σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτά που δικαιούνται ακρόαση απ’ τον Δικαστή και σ’ εκείνα που αποκλείονται.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, αντί να θέσει σε δημόσια διαβούλευση το Σχέδιο της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής – την οποία είχε διορίσει και αποτελείτο από έγκριτους καθηγητές, δικηγόρους και εμπειρογνώμονες, προτείνοντας προοδευτικές τροποποιήσεις που δεν αλλοίωναν τον χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία του Ελληνικού Οικογενειακού Δικαίου και διατηρώντας και προστατεύοντας το συμφέρον του παιδιού-, αποφάσισε να το αντικαταστήσει με ένα κείμενο που είναι νομικά προβληματικό και άγνωστης προέλευσης, και το οποίο αγνοεί ή διαστρεβλώνει τις προτεινόμενες ρυθμίσεις της εν λόγω Επιτροπής.
Οι τροποποιήσεις που θα επιφέρει στον Ελληνικό Αστικό Κώδικα, εάν εγκριθεί το νομοσχέδιο, θα είναι αντίθετες προς το πνεύμα και το γράμμα της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης. Παρόλο που η Ελλάδα έχει κυρώσει τη Σύμβαση εδώ και τρία χρόνια, δεν έχει κατορθώσει να εφαρμόσει τις περισσότερες από τις διατάξεις της στην πράξη.
Επιπλέον, αντί να στοχεύει να ενσωματώσει τις διατάξεις της Σύμβασης στο νόμο, τουλάχιστον τα Άρθρα 26, 31, 45, 48 και 56 της Σύμβασης, ή να επιδιώξει να διορθώσει τις υπάρχουσες παραβιάσεις, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων του Νόμου 4640/2019 που παραβιάζουν το Άρθρο 48, παράγραφο 1 της Σύμβασης, ώστε να ενισχύσει την προστασία των θυμάτων, η πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης θα εκθέσει τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας (μητέρες και παιδιά) σε μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτόν στον οποίο ήδη βρίσκονται και θα παρεμποδίσει σε μεγάλο βαθμό την πρόσβασή τους στην Δικαιοσύνη, και επομένως τη δυνατότητά τους να προστατευτούν απ’ την ενδοοικογενειακή βία.
Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προετοιμάζει επί του παρόντος μια πρωτοβουλία για την καταπολέμηση της έμφυλης βίας, και της ενδοοικογενειακής βίας ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επεξεργάζεται μια έκθεση πρωτοβουλίας σχετικά με τον αντίκτυπο της ενδοσυντροφικής βίας και των δικαιωμάτων επιμέλειας στις γυναίκες και τα παιδιά, από κοινού από την Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και την Ισότητα των Φύλων (FEMM) και την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων (JURI).
Το κοινό σχέδιο έκθεσης περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις και συστάσεις για τα αναγκαία μέτρα, ώστε να διασφαλιστεί ότι η άσκηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων επίσκεψης ή επιμέλειας δεν θέτει σε κίνδυνο τα δικαιώματα και την ασφάλεια του θύματος ή των παιδιών.
Δυστυχώς, η ενδοσυντροφική βία δεν λαμβάνει την απαραίτητη προσοχή από τα δικαστικά συστήματα και τις αρχές των κρατών μελών της ΕΕ σε υποθέσεις που αφορούν δικαιώματα επιμέλειας. Στην πραγματικότητα, μόνο μια μειονότητα των κρατών μελών της ΕΕ έχει συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις που θεωρούν τη βίαιη συμπεριφορά ενός γονέα ως καθοριστικό παράγοντα στη λήψη αποφάσεων για θέματα γονικής μέριμνας.
Σε αυτό το πνεύμα, είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι το νομοσχέδιο απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, όταν μάλιστα είναι γνωστό ότι μπορεί να χρειαστούν περισσότερα από οκτώ χρόνια για να καταδικαστεί ένας δράστης, και ακόμη περισσότερο, όταν αυτή η απόφαση δεν οδηγεί απαραίτητα στη διακοπή της επαφής παιδιού-δράστη, αλλά μπορεί απλά να οδηγήσει σε «περιορισμό της επικοινωνίας».
Πρόκειται για μια επικίνδυνη διάταξη που πρέπει να απορριφθεί καθώς επιτρέπει στον κακοποιητικό γονέα να συνεχίσει την κακοποιητική του δραστηριότητα εναντίον του/της πρώην συντρόφου ή του παιδιού του/της, στη βάση αποκλειστικά της αξίωσής του/της για «φροντίδα» ή «επικοινωνία» με το παιδί.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να εφαρμόζονται αποτελεσματικά μέτρα νομικής προστασίας για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας καθ ‘όλη τη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών, ειδικά σε κράτη μέλη όπως η Ελλάδα, όπου τα Άρθρα 51-53 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και τα Άρθρα 19, 20 και 22-24 της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ εξακολουθούν να είναι ανενεργά.
Είναι επομένως απαράδεκτο τα υφιστάμενα μέτρα προστασίας να περιορίζονται από την άσκηση των γονικών δικαιωμάτων ή από το λεγόμενο σύνδρομο γονικής αποξένωσης ή από παρόμοιες έννοιες και όρους στα οποία γίνεται επίκληση για την άρνηση της επιμέλειας του παιδιού στη μητέρα και την παραχώρησή της σε έναν πατέρα που κατηγορείται για ενδοοικογενειακή βία, με τρόπο που αγνοεί εντελώς τους πιθανούς κινδύνους για το κακοποιημένο παιδί και γονέα.
Τα δικαιώματα ή οι αξιώσεις των δραστών ή των φερόμενων δραστών κατά τη διάρκεια και μετά από δικαστικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της περιουσίας, της ιδιωτικής ζωής, της επιμέλειας των παιδιών, της πρόσβασης, της επαφής και της επίσκεψης, θα πρέπει να καθορίζονται με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών στη ζωή και τη σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική ακεραιότητα, και να διέπονται από την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού.
Τέλος, το νομοσχέδιο έχει επικριθεί έντονα τόσο για τη νομική του ποιότητα όσο και για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων, από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδος, από επιστημονικούς φορείς όπως η Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου, η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδας, από έγκριτους καθηγητές Νομικών Σχολών με επιστημονικό αντικείμενο το Οικογενειακό Δίκαιο, από φορείς Δικηγόρων, Κοινωνικών Λειτουργών και Ψυχολόγων, ενώ απορρίπτεται απ’ όλες τις γυναικείες οργανώσεις καθώς και από τις ΜΚΟ που υποστηρίζουν κακοποιημένες γυναίκες στην Ελλάδα.
Με βάση τα ανωτέρω και με την πεποίθηση ότι το νομοσχέδιο κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν την Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σας καλούμε να πάρετε ξεκάθαρη θέση εάν αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία συνάδει με τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της ΕΕ, τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Με εκτίμηση,
Έλενα Κουντουρά
Δημήτρης Παπαδημούλης»