Φρίκη στη Χαλκίδα: «Την χτύπησα με το μαχαίρι στον λαιμό και στο πλάι αρκετές φορές, για να σταματήσει»

Σοκάρουν τα όσα είπε στην απολογία του ο 39χρονος που δολοφόνησε την 63χρονη στη Χαλκίδα.

Προφυλακιστέος κρίθηκε σήμερα μετά την απολογία του ο καθ’ ομολογία 39χρονος δολοφόνος της 63χρονης γυναίκας στη Χαλκίδα, η οποία άφησε την τελευταία της πνοή μέσα στο σπίτι της, μετά από διαδοχικές μαχαιριές που δέχτηκε.

Όπως ανέφερε ο δικηγόρος του στο STAR και στην εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα», ισχυρίστηκε ότι τέλεσε το έγκλημα εν βρασμώ ψυχής, εξαιτίας του πάθους του για τον τζόγο. Παράλληλα, υποστήριξε ότι δεν είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση και πως ζήτησε συγγνώμη από την παιδική του φίλη και την οικογένειά του.

«Λυτρώθηκα, περίμενα ότι θα με πιάσουν», είπε στον δικηγόρο του αμέσως μετά τη σύλληψή του.

Στο υπόμνημα με το οποίο απολογήθηκε ο 39χρονος ισχυρίστηκε ότι εθίστηκε στον τζόγο πριν από δέκα χρόνια, όμως στην εποχή της πανδημίας έφτασε στο αποκορύφωμα, αφού βρισκόταν όλη μέρα με το κινητό στο χέρι και στοιχημάτιζε.

Μάλιστα προσθέτει ότι προσπάθησε πολλές φορές μόνος του να απεξαρτηθεί, αλλά δεν τα κατάφερε.

«Υπήρχαν φορές που έχανα έναν ολόκληρο μισθό μέσα σε λίγες ώρες», φέρεται να είπε.

Πώς διέπραξε το φονικό

Στο υπόμνημά του αναφέρει λεπτομερώς πώς σκότωσε την 63χρονη.

«Την Νάντια τη γνωρίζω από παιδί, κάναμε παρέα και είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Ήξερα και τη μητέρα της και τον μπαμπά της που πέθανε πέρυσι. Τη συγκεκριμένη μέρα της Παρασκευής 10 Μαΐου 2024 είχα πάει για καφέ. Αφού συζητήσαμε τα νέα μας, όπως κάναμε κάθε φορά, μου είπε για τη μαμά της, μου είπε ότι έχει άτομο να την προσέχει όσο αυτή είναι στη δουλειά και ότι αφήνει το κλειδί του σπιτιού μέσα σε μια γλάστρα απέξω.

Πιο παλιά μου είπε πει ότι μάζευε κάτι οικονομίες και τις είχε στο σπίτι της. Βρισκόμουν σε απόγνωση, σκέφτηκα ότι αν έπαιρνα τα λεφτά που είχε στο σπίτι, θα κάλυπτα τις οικονομικές μου ανάγκες, έστω και προσωρινά.

Περίπου στις 14:00 το μεσημέρι αποφάσισα να πάω στο σπίτι που έμενε με τη μαμά της και να πάρω τα χρήματα. Πίστευα ότι, επειδή η κυρία Μαρία ήταν κατάκοιτη στο κρεβάτι, θα ήταν εύκολο και ότι δεν θα με καταλάβαινε ούτε αυτή, ούτε κανείς.

Το αυτοκίνητό μου το άφησα αριστερά από την αυλόπορτα του σπιτιού. Άνοιξα την αυλόπορτα που ήταν κλειστή και όχι κλειδωμένη και άρχισα να ψάχνω στις γλάστρες για το κλειδί.

Δεν ήξερα πού ακριβώς ήταν, αλλά το βρήκα. Άνοιξα την πόρτα και ξαφνικά είδα από πίσω την κυρία Μαρία με το πι. Τότε τα έχασα, γιατί πίστευα ότι θα ήταν στο κρεβάτι.

Μόλις με αντίκρισε με ρώτησε “Τι θες εδώ”.

Ήμουν σε κατάσταση σοκ και πανικού και σταμάτησα να σκέφτομαι και το μόνο που πλανήθηκε στη σκέψη μου ήταν ότι με πιάσανε.

Τράβηξα την κυρία Μαρία από το χέρι και την έσπρωξα από τις σκάλες. Αυτή έπεσε περίπου μέχρι τη μέση της σκάλας. Το πι έμεινε έξω από την πόρτα. Εκείνη φώναζε “Βοήθεια, τι κάνεις, σε αγαπάω”. Τότε πήγα στην κουζίνα άνοιξα τα συρτάρια και πήρα ένα μαχαίρι που βρήκα. Θυμάμαι ήταν μεγάλο. Κατέβηκα έσπρωξα ξανά την κυρία Μαρία και έφτασε στο τελευταίο σκαλί. Μου μίλαγε ακόμα και επειδή είχα φοβηθεί ότι θα μας ακούσουν τη χτύπησα με το μαχαίρι στον λαιμό και στο πλάι αρκετές φορές, για να σταματήσει. Δεν θυμάμαι πόσες φορές τη χτύπησα. Μόλις σταμάτησε να μιλάει, γύρισα στο διαμέρισμα και έψαξα για τα χρήματα.

Πήγα στο δωμάτιο της Νάντιας και άρχισα να ψάχνω. Ήμουν τυχερός και, μόλις άνοιξα την ντουλάπα και έκανα άκρη τα ρούχα, είδα ένα μεγάλο κουτί. Το άνοιξα και βρήκα μέσα τα χρήματα. Τα πήρα και μετά πήγα στο δωμάτιο της κυρίας Μαρίας και άνοιξα το συρτάρι που ήταν στο κομοδίνο. Είδα ότι είχε μέσα κάτι κουτιά από χρυσαφικά. Τα έβγαλα έξω, αν θυμάμαι καλά, τα ακούμπησα κάπου και έφυγα.

Δεν ήξερα τι να κάνω. Βγήκα από το σπίτι, έβαλα ξανά τα κλειδιά στη θέση τους στη γλάστρα, πήρα μαζί μου το μαχαίρι και έφυγα με το αμάξι μου».

Μετά τη δολοφονία

Για τα όσα ακολούθησαν της δολοφονίας είπε:

«Πήγα σπίτι μου. Έκατσα λίγο και κάπνισα, αφού δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που είχα κάνει.

Μετά από λίγο πήρα το αμάξι και πήγα στο εργοστάσιο του πρώην τσιμεντάδικου που είναι δίπλα στην ψηλή γέφυρα.

Εκεί πέταξα το μαχαίρι σε έναν μεγάλο στρογγυλό κάδο σαν βαρέλι. Έκατσα λίγο και μετά έφυγα».