Φρίκη προκαλούν οι αποκαλύψεις για τη δολοφονία της 11χρονης Βασιλικής στην Ηλεία. Ο βιασμός ανήλικης το 2017 και η απόφαση των δικαστών που τον οδήγησε εκτός φυλακής.
Η δολοφονία της 11χρονης στην Ηλεία από τον 37χρονο θείο της, Σπύρο Σπυρόπουλο, επειδή αρνήθηκε να υποκύψει στις αρρωστημένες σεξουαλικές ορέξεις του, συγκλόνισε το πανελλήνιο. Στη θλίψη για το αποτρόπαιο έγκλημα πολύ σύντομα προστέθηκε η οργή, όταν έγινε γνωστό ότι το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Ζακύνθου, αν και τον καταδίκασε το 2020 για βιασμό ενός 14χρονου κοριτσιού το 2017, του χορήγησε ανασταλτικό μέχρι την έφεση.
Έτσι, ο δολοφόνος κυκλοφορούσε ελεύθερος ώσπου να γίνει η δίκη του σε δεύτερο βαθμό, καθώς οι δικαστές έκριναν τότε πως δεν είναι ύποπτος τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων ή ύποπτος φυγής, αν και το ποινικό του μητρώο δεν ήταν «καθαρό». Και όταν, επιπλέον, τον καταδίκασαν ομόφωνα για την αποτρόπαια πράξη του, χωρίς να του χορηγήσουν κανένα ελαφρυντικό, με ένα σκεπτικό μάλιστα που δεν δείχνει από την πλευρά τους έστω και την παραμικρή αμφιβολία για την ενοχή του.
Σύμφωνα με πληροφορίες της Realnews, οι δικαστές, αιτιολογώντας την ποινή της κάθειρξης των εννέα ετών που του επέβαλαν για τον βιασμό του 2017, αναφέρουν μεταξύ άλλων πως «το δικαστήριο, αφού έλαβε υπ’ όψιν τη βαρύτητα των τελεσθέντων εγκλημάτων και την προσωπικότητα του κηρυχθέντα ένοχου κατηγορουμένου, τη βαρύτητα του εγκλήματος και όλη την προσωπικότητά του, ειδικότερα, δε, τη βλάβη και τον κίνδυνο που προέκυψε από τις πράξεις αυτές, τη φύση και το είδος του αντικειμένου των πράξεων, την ένταση του δόλου και τις λοιπές περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέστηκαν οι πράξεις αυτές και περαιτέρω τον βαθμό της εγκληματικής διάθεσης του κατηγορουμένου, τα αίτια και τον σκοπό που επεδίωξε ο κατηγορούμενος, τον χαρακτήρα και τον βαθμό ανάπτυξής του, τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και ακόμη τον προηγούμενο βίο του, κρίνει ομόφωνα ότι πρέπει να του επιβληθεί ποινή κάθειρξης οκτώ ετών για την πράξη του βιασμού και ποινή φυλάκισης δύο ετών για την αποπλάνηση». Πώς, λοιπόν, συνάδει το παραπάνω σκεπτικό με τη χορήγηση ανασταλτικού;
Πηγές από το περιβάλλον των συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών, που πλέον ελέγχονται πειθαρχικά κατόπιν κοινής παρέμβασης της προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα και της εισαγγελέως του Ανώτατου Δικαστηρίου Γεωργίας Αδειλίνη, υποστηρίζουν σήμερα ότι δεν τον έστειλαν τότε φυλακή γιατί το θύμα είχε εκφράσει την πρόθεσή του να ανακαλέσει. Και είναι γεγονός πως το κορίτσι, αφού κατέθεσε και εξετάστηκε από ιατροδικαστή, όντως ζήτησε να μη συνεχιστεί η διαδικασία. Οχι όμως γιατί δεν είχε τελεστεί ο βιασμός, αλλά γιατί φέρεται να είπε πως δεν αντέχει την ντροπή και τον εξευτελισμό που θα υποστεί το ίδιο και η οικογένειά του στο χωριό. Ο πατέρας και η μητέρα της 14χρονης, ωστόσο, που είχαν τον τελευταίο λόγο επειδή ήταν ανήλικη, δεν έκαναν πίσω. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι, σύμφωνα με τις καταθέσεις που είχαν δώσει τότε τόσο η 14χρονη όσο και οι γονείς της, προκύπτει ότι ο δράστης και στις δύο περιπτώσεις ακολούθησε την ίδια μεθοδολογία, ενώ ο πατέρας ενώπιον του δικαστηρίου είχε κάνει λόγο και για μία ακόμη περίπτωση. «Έχω ακούσει στο χωριό ότι παλιά προσπάθησε να το ξανακάνει ο κατηγορούμενος και σε άλλο κοριτσάκι 12 ετών», φέρεται να είπε.
Οι καταθέσεις
Το ότι ο 37χρονος είχε συγκεκριμένο modus operandi για να παρασύρει τα θύματά του, προκειμένου στη συνέχεια να ικανοποιεί τις αρρωστημένες ορέξεις του, φαίνεται από την κατάθεση που έδωσε η μητέρα της 14χρονης στο δικαστήριο, μεταφέροντας όσα της εκμυστηρεύτηκε η κόρη της. Σύμφωνα με πληροφορίες, η μάρτυρας είπε ότι το βράδυ της 30ής Μαρτίου 2017, το κορίτσι είχε πάει στην πλατεία του χωριού. Εκεί τη βρήκε ο κατηγορούμενος. Της ζήτησε να του αγοράσει ένα αναψυκτικό και της έδωσε χρήματα να πάρει κι ένα δικό της. Στη συνέχεια της είπε να πάνε βόλτα με το μηχανάκι στην παραλία για να πιουν το αναψυκτικό. Το παιδί δέχθηκε καθώς τον γνώριζε από τη γειτονιά, ενώ η γυναίκα του διατηρούσε χρόνια φιλικές σχέσεις με την οικογένειά του. Ο κατηγορούμενος οδήγησε την ανήλικη σε ένα ερημικό σημείο κι εκεί της επιτέθηκε, τη χτύπησε και τη βίασε. «Την ακινητοποίησε από την μπλούζα… Προσπαθούσε στην άμμο να φύγει και δεν μπορούσε, την έριξε μπρούμυτα και εκεί έγινε η πράξη… Τη βίασε… Την έβαλε στον βράχο, γύρισε το χέρι της πίσω, τη χτύπησε, την έπιασε από τα μαλλιά και της είπε “μην το πεις πουθενά, αν το πεις θα σε σκοτώσω”. Για να ξεφύγει το κορίτσι είπε ότι δεν θα το μαρτυρήσει».
Όταν η 14χρονη επέστρεψε στο σπίτι της ήταν εμφανώς ταραγμένη και δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν. Τα όσα αποτρόπαια βίωσε, τα περιέγραψε την επόμενη ημέρα στη μητέρα της. Μαζί πήγαν στο νοσοκομείο και στη συνέχεια έγινε η καταγγελία, με το κορίτσι να δίνει δύο καταθέσεις που αξιολογήθηκαν ως αληθείς από την παιδοψυχολόγο, ενώ ο βιασμός επιβεβαιώθηκε και από την ιατροδικαστική εξέταση. Ο δράστης ωστόσο συνέχιζε να υποστηρίζει ότι δεν έκανε τίποτα, ότι όλα τα κατασκεύασε το θύμα, ενώ απέδωσε την καταγγελία στην προσπάθεια της οικογένειας να του πάρει εκβιαστικά χρήματα. Φέρεται, δε, να ισχυρίστηκε πως ούτε καν είχε δει το κορίτσι εκείνο το βράδυ, επικαλούμενος ως άλλοθι έναν φίλο του με τον οποίο υποστήριξε ότι ήταν μαζί. Τον συγκεκριμένο ωστόσο δεν τον εμφάνισε ούτε στην Αστυνομία, ούτε στον εισαγγελέα, αλλά φαίνεται να τον …θυμήθηκε έναν χρόνο μετά.
Ο μάρτυρας ενώπιον του ανακριτή ισχυρίστηκε ότι εκείνη την ημέρα ήταν μαζί με τον κατηγορούμενο στο σπίτι του τις επίμαχες ώρες και έπαιζαν PlayStation... Ισχυρισμός που απορρίφθηκε από το δικαστήριο, καθώς, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό, αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο ο κατηγορούμενος, αμέσως μόλις οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα μετά την εις βάρος του καταγγελία από την ανήλικη, θα τον ανέφερε προκειμένου να μην του αποδοθεί μια τέτοια βαριά κατηγορία. Αναφέρεται επίσης πως επί της ουσίας ούτε ο ίδιος ο μάρτυρας πιστεύει αυτά που καταθέτει καθώς «αν ήταν σίγουρος για την αθωότητα του κατηγορουμένου, επειδή, ως κατέθεσε, βρισκόταν μαζί του κατά τον επίδικο χρόνο, δεν θα είχε σταματήσει έκτοτε -ήτοι από το περιστατικό και μετά- τις συναναστροφές με τον μέχρι τότε φίλο του, ως και τελικά έπραξε διακόπτοντας τη σχέση με τον κατηγορούμενο… επιχειρώντας περαιτέρω να αποδώσει τη συμπεριφορά αυτή “στα σχόλια που ακούγονταν στο χωριό”».
Ο κατηγορούμενος ζήτησε να του αναγνωριστεί και ελαφρυντικό από το δικαστήριο, όμως το αίτημά του απορρίφθηκε. Η αιτιολογία μάλιστα δημιουργεί επιπλέον ερωτήματα για την τελική απόφαση των δικαστών να του δώσουν αναστολή στην εκτέλεση της ποινής μέχρι το εφετείο. «Στην προκειμένη περίπτωση και σχετικά με τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου, πέραν του ότι προβλήθηκε όλως αορίστως, σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκαν τέτοια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να υποδηλώνεται η ουσιαστική μεταστροφή του προς ενστερνισμό των κανόνων της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και προς αγαθοποιό δραστηριότητα. Τουναντίον, ο κατηγορούμενος όχι μόνο δεν διαφαίνεται να μεταστράφηκε ηθικά και ψυχικά, έχοντας αντιληφθεί τις επιπτώσεις των αξιόποινων πράξεών του, αλλά κατά την απολογία του επιχείρησε να παρουσιάσει την κατηγορία ως κατασκεύασμα της παθούσας και της οικογένειάς της, προκειμένου να ζητήσουν εκβιαστικά χρήματα από τον ίδιο τον κατηγορούμενο…», αναφέρεται, σύμφωνα με πληροφορίες, στην αιτιολόγηση της απόφασης για τη μη αναγνώριση ελαφρυντικού.
Έρευνες της ΕΛ.ΑΣ. και για άλλα θύματα
Στο παρελθόν του 37χρονου εστιάζουν πλέον οι αστυνομικοί της Ασφάλειας Πύργου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο αδίστακτος δολοφόνος της 11χρονης Βασιλικής είχε κακοποιήσει και άλλα κοριτσάκια στην περιοχή της Μυρτιάς Ηλείας. Ο καθ’ ομολογίαν δολοφόνος της 11χρονης, το 2017 είχε συλληφθεί κατηγορούμενος για βιασμό και αποπλάνηση ανήλικης 14 ετών, η οποία μάλιστα είναι εξαδέλφη του πατέρα της άγρια δολοφονημένης Βασιλικής. Όταν οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν και αυτός με κυνικό τρόπο ομολόγησε τη δολοφονία του παιδιού, οι ερευνητές ανέτρεξαν στο παρελθόν του καταλήγοντας έκπληκτοι στο συμπέρασμα πως λειτούργησε και στις δύο περιπτώσεις βάσει σχεδίου. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να μην εξεταστεί το ενδεχόμενο να υπάρχουν και άλλα παιδιά που έχουν πέσει θύματά του. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αστυνομικοί θα ξεκινήσουν να πραγματοποιούν «φιλικές συζητήσεις» με τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας του 37χρονου, προκειμένου να διαπιστώσουν αν και άλλα παιδιά έχουν κακοποιηθεί από τον αδίστακτο δολοφόνο της 11χρονης Βασιλικής. Επίσης, θα εξεταστούν, με ήπια προσέγγιση, κορίτσια που πλέον έχουν ενηλικιωθεί, πλην όμως οι οικογένειές τους είχαν επαφή με τον 37χρονο και ίσως δεν μίλησαν ποτέ για μια ενδεχόμενη οδυνηρή εμπειρία τους στα χέρια του αδίστακτου δράστη, φοβούμενες τον διασυρμό ή ακόμα και τη βίαιη αντίδραση του εγκληματία.
Η μεθοδολογία
Και στις δύο περιπτώσεις, στον βιασμό της 14χρονης το 2017 αλλά και στη δολοφονία της 11χρονης ανιψιάς του, ο αδίστακτος παιδόφιλος και δολοφόνος είχε ακολουθήσει την ίδια μεθοδολογία. Το 2017, ο Σπύρος Σπυρόπουλος είχε προσεγγίσει το παιδί δίνοντάς του χρήματα για να αγοράσει ένα αναψυκτικό. Το ίδιο έκανε και στην περίπτωση της 11χρονης Βασιλικής. Δήθεν για να την ευχαριστήσει, επειδή προηγουμένως του είχε πλύνει το αυτοκίνητο, της ζήτησε να συναντηθούν ώστε να την κεράσει αναψυκτικά και γλυκά και να πάνε βόλτα με το αυτοκίνητό του. Αργά το απόγευμα το παιδί έφυγε από το σπίτι για να πάει στον παππού του. Στην πλατεία του χωριού, όπως φαίνεται και από το βιντεοληπτικό υλικό που έχουν στα χέρια τους οι αστυνομικοί, το 11χρονο κοριτσάκι περίμενε τον θείο, ο οποίος στάθμευσε το αυτοκίνητο και στη συνέχεια μπήκε σε ένα μίνι μάρκετ μαζί με την ανήλικη. Ο 37χρονος, μετά την ομολογία του, υπέδειξε και το σημείο στην περιοχή Καταραχιά, όπου είχε πετάξει το άψυχο κορμάκι του παιδιού… Το μεσημέρι της Παρασκευής οι εισαγγελικές Αρχές αποφάσισαν την προφυλάκιση του δράστη.
Των Α. ΚΑΝΔΥΛΗ, Θ. ΠΑΝΟΥ – ΠΗΓΗ: Realnews