Την πεποίθηση πως το δημόσιο θα πρέπει να δημιουργήσει ένα δίχτυ ασφαλείας για τους εργαζόμενους, εξέφρασε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε ερώτηση του Indicator.gr και του Νίκου Κοσμόπουλου, κατά τη διάρκεια ης Ετήσιας Γ.Σ. των μελών του Ελληνο-ισραηλινού Επιμελητηρίου και της διαδικτυακής συζήτησης που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη στις 14 Απριλίου.
Ο κ. Στουρνάρας, σε ερώτηση σχετική με τη διαχείριση των χρεών που αυξήθηκαν λόγω της πανδημίας, αλλά και για τον ασφαλέστερο δρόμο προκειμένου να αποφευχθεί η οικονομική ασφυξία ελεύθερων επαγγελματιών και επιχειρήσεων, δήλωσε ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες δεν ήταν βιώσιμες πριν τον κορωνοιό,, δεν θα είναι βιώσιμες και μετά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Ειδικότερα ανέφερε, ό,τι για τις εταιρείες οι οποίες δεν ήταν βιώσιμες προ πανδημίας και είχαν ήδη αρνητικό ΕBITDA, θα πρέπει να υπάρξει πρόνοια μόνο για το προσωπικό και να εκκαθαριστούν, ενώ εξέφρασε την άποψη πως αν το δημόσιο προσφέρει χρήματα σε εταιρείες που εξ’ ορισμού δεν είναι βιώσιμες, τότε είναι σαν να επιβαρύνεις το κοινωνικό σύνολο.
Παράλληλα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας τόνισε ό,τι οι εργαζόμενοι αυτοί θα πρέπει να προστατευτούν και το δημόσιο θα πρέπει να δημιουργήσει ένα δίχτυ ασφαλείας. Θα πρέπει να σκεφθεί πως θα μεταφέρει τους εργαζόμενους αυτούς, ώστε να μην μείνουν άνεργοι, δηλαδή να έχουν και να ζουν ή επίσης να μετεκπαιδευτούν και γρήγορα να μπορέσουν να μεταβούν σε μία άλλη επιχείρηση.
Σε ό,τι αφορά τους πόρους που πρόκειται να εξασφαλίσει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, ο κύριος Στουρνάρας, εξαιρώντας τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις, θεωρεί πως οι υπόλοιπες εταιρείες θα πρέπει να ελκυστούν προς τα πάνω από αυτούς που θα πάρουν τα χρήματα, είτε αυτοί λέγονται δημόσιο, διότι το δημόσιο θα πάρει τη μερίδα του λέοντος από τις επιδοτήσεις ή λέγονται μεγάλες επιχειρήσεις.
Στο σημείο αυτό έφερε σαν παράδειγμα την Ιταλία και την Ισπανία αναφέροντας ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις εκεί πραγματοποιούν clusters για να τραβήξουν και τους προμηθευτές τους μαζί, τονίζοντας με αυτό το παράδειγμα πως υπάρχει ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, μέσω ενός ρεαλιστικού σχεδίου για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους.
Κατά την εισήγησή του στην διαδικτυακή συζήτηση, αναφέρθηκε στη νέα οικονομική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί, σημειώνοντας πως «το ξέσπασμα της πανδημίας αποτέλεσε καμπή για την οικονομική κατάσταση. Το παγκόσμιο ΑΕΠ συρρικνώθηκε για πρώτη φορά 3,5% και μετά το τέλος της πανδημίας θα υπάρχει μια διαφορετική οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Η αύξηση της ανεργίας λόγω της επιτάχυνσης της αυτοματοποίησης και των ψηφιακών ανισοτήτων, η διαχείριση του διογκούμενου ιδιωτικού χρέους και η θωράκιση των συστημάτων υγείας είναι σημαντικές προκλήσεις, όπως και η κλιματική αλλαγή και η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή. Για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις αυτές χρειάζονται συνεργασία, ευρύτερες συνέργειες»
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας αναφέρθηκε και στην ελληνική πραγματικότητα τονίζοντας πως «η ύφεση το 2020 ήταν 8,2%. Όμως ως χώρα δείξαμε αντοχή και προσάρμοστικότητα στις συνθήκες. Η ύφεση ήταν χαμηλότερη από αυτή που προέβλεπαν οίκοι αξιολόγησης και αναλυτές, ενώ τα μέτρα αναστολής είσπραξης των δανείων και τα πρωτοφανή μέτρα στήριξης ύψους 11,2% του ΑΕΠ άμβλυναν τις επιπτώσεις στην απασχόληση και στις επιχειρήσεις. Αναμένουμε η ανάκαμψη για την ελληνική οικονομία να ξεκινήσει από το β’τρίμηνο του έτους και εκτιμούμε πως το ΑΕΠ θα αναπτυχθεί 4,2% φέτος και 4,8% το 2022. Ωστόσο, η ταχύτητα της ανάκαμψης θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες όπως είναι η επιτάχυνση του εμβολιαστικού προγράμματος, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς».
Τέλος, ο κ. Στουρνάρας επισήμανε πως αποτελεί ένα στοίχημα «το αξιόχρεο της χώρας μετά την πανδημία. Πρέπει να υπάρξει ενίσχυση των επενδύσεων, αποτελεσματική αξιοποίηση ευρωπαϊκών εργαλείων, αντιμετώπιση του ζητήματος των κόκκινων δανείων, φορολογικές μεταρρυθμίσεις, αναδιάρθρωση δημοσίων δαπανών και επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού, προκειμένου η χώρα να καταγράψει ανάπτυξη και να υπάρξει δημοσιονομική ισορροπία».