Η οικονομική εφημερίδα του Ντίσελντορφ Handelsblatt αναφέρεται στις οικονομικές δυσκολίες που έχει αντιμετωπίσει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και τα σχέδια της κυβέρνησης για έξοδο από αυτή τη δύσκολη συγκυρία.
Η εφημερίδα γράφει: «Η κυβέρνηση αναμένει ισχυρή οικονομική ώθηση από το Tαμείο Ανάκαμψης της ΕΕ για τη στήριξη από την πανδημία. Η Ελλάδα μπορεί να αναμένει περίπου 32 δισεκατομμύρια ευρώ από το πρόγραμμα, εκ των οποίων τα 19 δισεκατομμύρια σε επιχορηγήσεις και περίπου 12,5 δισεκατομμύρια σε δάνεια. Συγκριτικά με το ΑΕΠ, η Ελλάδα θα λάβει το υψηλότερο μερίδιο από όλες τις χώρες της ΕΕ από το πρόγραμμα. Ο Μητσοτάκης υπόσχεται: «Θα χρησιμοποιήσουμε αυτά τα χρήματα υπεύθυνα και συναινετικά». Τα χρήματα δεν θα «σπαταληθούν, αλλά θα επενδυθούν για το καλό όλων των Ελλήνων». Ο Πρωθυπουργός όρισε ένα «Συμβούλιο Σοφών της Οικονομίας» για την εκπόνηση προτάσεων για ένα εθνικό αναπτυξιακό πρόγραμμα. Η επιτροπή υπό την προεδρία του βραβευμένου με Νόμπελ Σερ Κρίστοφερ Πισσαρίδη απαρτίζεται από 15 διεθνώς φημισμένους οικονομολόγους. Τώρα παρουσίασαν στην κυβέρνηση 15 συστάσεις σε ένα πρώτο προσχέδιο 151 σελίδων».
Και η εφημερίδα καταλήγει: «Αυτές περιλαμβάνουν περικοπές φόρων και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης, κυρίως για την επιτάχυνση των οικονομικών διαδικασιών, την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, τον εκσυγχρονισμό της χρηματοπιστωτικής εποπτείας, τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και περισσότερα κίνητρα για ιδιωτική συνταξιοδοτική ασφάλιση. Επιπλέον, την προώθηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και περισσότερη κρατική χρηματοδότηση για την επιστήμη και την έρευνα. Τον Οκτώβριο, ο Πρωθυπουργός Μητσοτάκης σκοπεύει να παρουσιάσει την τελική έκδοση του αναπτυξιακού σχεδίου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο σοφός οικονομολόγος Πισσαρίδης είναι πεπεισμένος: η Ελλάδα θα μπορούσε να αναδειχθεί στην εποχή μετά τον κορωνοϊό ως «η Καλιφόρνια της Ευρώπης», πιστεύει ο κάτοχος του βραβείου Νόμπελ.
Παρίσι και Βερολίνο αντιδρούν διαφορετικά στις κρίσεις κάποιες φορές
Στη συνάντηση που είχαν η Καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν στη θερινή κατοικία του στη νότια Γαλλία αναφέρεται η Frankfurter Allgemeine Zeitung. H συζήτηση περιελάμβανε και την κρίση στην ανατολική Μεσόγειο και η εφημερίδα γράφει: «Υπήρξαν αποκλίσεις στην αντίληψη όσον αφορά την επικινδυνότητα της κατάστασης στην ανατολική Μεσόγειο. Μετά την αυξημένη παρουσία του γαλλικού στόλου, η οποία στόχο να λειτουργήσει προειδοποιητικά απέναντι στον Τούρκο Πρόεδρο, ο Μακρόν θέλει να υποστηρίξει τη γερμανική πρωτοβουλία διαμεσολάβησης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ο Γάλλος Πρόεδρος δήλωσε ότι υπάρχει η βούληση για «στενό συντονισμό» με τη Γερμανία. «Οι προσεγγίσεις μας είναι συχνά διαφορετικές αλλά ο στόχος μας είναι ο ίδιος». Η Καγκελάριος τόνισε ότι υπάρχουν διαφορετικές στρατηγικές αλλά ότι είναι σημαντικό να αποκλιμακωθεί η ένταση και να προωθηθεί η σταθερότητα στην ανατολική Μεσόγειο. Ο Μακρόν συμφώνησε στο αίτημα ότι θα πρέπει να αποφευχθεί περαιτέρω κλιμάκωση. “Έχουμε πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες”, είπε η Μέρκελ χαμογελώντας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο Παρίσι και Βερολίνο αντιδρούν τόσο διαφορετικά στις κρίσεις».
Δεν αρκεί το δίκαιο απαιτείται και πολιτική βούληση
Η ΤΑΖ φιλοξενεί μια ανάλυση για την ελληνοτουρκική ένταση και ο Γιούργκεν Γκόντσλιχ, επί είκοσι χρόνια ανταποκριτής της εφημερίδας στην Τουρκία σημειώνει:
«Ως μέλος της ΕΕ, η Ελλάδα αντιμετωπίζει τώρα μια απομονωμένη Τουρκία, η οποία παραπαίει ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσινγκτον και παρουσιάζεται με μια νέα εθνικιστική ένταση ως μια μεγάλη δύναμη στην περιοχή. Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, πιστεύει ότι με την κάλυψη της ΕΕ και ιδίως της Γαλλίας, δεν χρειάζεται να κάνει συμβιβασμούς. Αυτό είναι που κάνει την κατάσταση τόσο επικίνδυνη. Οι συγκρούσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχουν νομική και πολιτική διάσταση. Δεν μπορούν να επιλυθούν απλώς εμμένοντας, όπως κάνει η ελληνική κυβέρνηση, στις υποτιθέμενες νόμιμες θέσεις της που καλύπτονται από το Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ. Πρώτον, τα κυρίαρχα δικαιώματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, και δεύτερον, οι νομικές λύσεις είναι δυνατές μόνο εάν και οι δύο πλευρές έχουν την πολιτική βούληση να συμφωνήσουν».
Πηγή: DW – Μαρία Ρηγούτσου