Το Πολίτευμα δεν είναι ένα σύνολο κανόνων, που καταγράφονται στο Σύνταγμα και τους εκάστοτε ισχύοντες νόμους αλλά η οργανωμένη και σε λειτουργία κοινωνική ζωή, που προκύπτει όχι μόνο από την εφαρμογή του Συντάγματος και των νόμων, αλλά και τις εκάστοτε οικονομικές σχέσεις, τις κοινωνικές τάσεις και τις πολιτικές δυνάμεις.
Δηλαδή δεν είναι στατική αλλά δυναμική έννοια, που το περιεχόμενό της τροφοδοτείται από τις εξελίξεις στους θεσμούς του κράτους αλλά και στην κοινωνία των πολιτών. Οι αρμοδιότητες των κρατικών οργάνων υλοποιούνται με τη δράση των φορέων τους, όπως λ.χ. είναι ο Πρωθυπουργός, οι υπουργοί, οι βουλευτές, οι δικαστές, κλπ. Ο τρόπος δράσης των προσώπων, που ασκούν ένα θεσμικό ρόλο, δεν είναι τυχαίος αλλά εξαρτάται από την πολιτική ιδεολογία και το μορφωτικό επίπεδο αυτών. Το Σύνταγμα και οι νόμοι πάντοτε εφαρμόζονται από ανθρώπους και γι’ αυτό το Πολίτευμα, που είναι ο συγκεκριμένος ρυθμός της πολιτικής ζωής της κοινωνίας, προκύπτει από την πολιτική ιδεολογία όσων το εφαρμόζουν. Η υλοποίηση του πολιτεύματος στη πράξη, δηλαδή η πολιτική πρακτική πρέπει να εναρμονίζεται με το περιεχόμενο και τις προδιαγραφές του Συντάγματος και των νόμων. Εάν, πότε, πώς και κατά πόσον η πολιτική πρακτική βρίσκεται σε αρμονία με τους κανόνες, που θέτουν το πλαίσιο, κρίνεται τόσο από τους φορείς της εξουσίας, δηλαδή Βουλή, δικαστήρια αλλά και από κάθε πολίτη ειδικό και μη, που υφίσταται τις συνέπειες των επιλογών της πολιτικής εξουσίας.
Ο τρόπος δράσης των προσώπων, που ασκούν ένα θεσμικό ρόλο, δεν είναι τυχαίος αλλά εξαρτάται από την πολιτική ιδεολογία και το μορφωτικό επίπεδο αυτών.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το πως εμπεδώνεται το πολίτευμα στη συνείδηση των πολιτών και γι’ αυτό οι αντιλήψεις και ερμηνείες για αρχές και έννοιες, όπως λχ. ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, ασφάλεια, «δημόσια τάξη», δημόσιο συμφέρον, κλπ. είναι αντικείμενο συνεχούς και ανελέητης διαπάλης μεταξύ πολιτών, πολιτικών δυνάμεων και κοινωνικών τάξεων.
Εδώ ανακύπτει το καίριο ζήτημα των στόχων αλλά και των επιπτώσεων, που επιδιώκουν και συχνά πετυχαίνουν σε αυτό τον αγώνα οι κυρίαρχες ελίτ, οι οποίες σήμερα στην Ελλάδα εκπροσωπούνται και στηρίζουν την Κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ανέκαθεν αλλά και τώρα οι κυρίαρχες δυνάμεις στη κοινωνία, οικονομία και πολιτική επιζητούν να κερδίσουν έστω και μόνο την ανοχή των πολιτών σε αντιλήψεις και ερμηνείες, που οι ίδιες προσδίδουν σε θεμελιώδεις αρχές και έννοιες του πολιτεύματος, οι οποίες δικαιολογούν επιλογές και δράσεις των κρατικών οργάνων και εξυπηρετούν τα συμφέρονται τους.
Ελάχιστα παραδείγματα αποδεικνύουν του λόγου το ασφαλές.
Τα μεγαλύτερα ΜΜΕ λειτουργούν χωρίς στοιχειώδη αντικειμενικότητα, εκθειάζουν τις κυβερνητικές δραστηριότητες, κολακεύουν μέχρις αηδίας τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που ορισμένα χαρακτηρίζουν και «Μωυσή», αποκρύπτουν τις αρνητικές για την Κυβέρνηση ειδήσεις, εξαφανίζουν την αντιπολιτευτική κριτική και υποβαθμίζουν μέχρις υπερβολής τις θέσεις και προτάσεις της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Και όλο αυτό το θέαμα ονομάζεται πλουραλιστική αντικειμενική ενημέρωση.
Η δικαστική εξουσία συχνά καθυστερεί να κινηθεί εναντίον «φίλων» της ΝΔ και μόνον όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με τη λαϊκή αγανάκτηση αναπτύσσει τα αντανακλαστικά της. Και αυτή η στάση καλείται αμερόληπτη εφαρμογή των νόμων.
Προτάσεις του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για την πανδημία, τα εθνικά θέματα, την οικονομική πολιτική αγνοούνται, εάν δεν λοιδορούνται από τα συστημικά ΜΜΕ. Και όλο αυτό διαφημίζεται ως θεσμικά αποδεκτή στάση και μάλιστα συναίνεση.
Κατατίθενται νομοσχέδια απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και μετατροπής της αγοράς εργασίας σε ζούγκλα και εμφανίζονται ως αναγκαίες επιλογές για καταπολέμηση της ανεργίας, που τάχα εναρμονίζονται με τις συνταγματικές επιταγές προστασίας της εργασίας και των εργαζομένων και το περίφημο ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Μετατρέπεται η Αστυνομία σε σώμα πραιτοριανών της Κυβέρνησης, που λιανίζει τα κορμιά διαδηλωτών, εξευτελίζει διαμαρτυρόμενους πολίτες, εισβάλλει σε σπίτια και κακοποιεί βάναυσα ολόκληρες οικογένειες, προσάγει και συλλαμβάνει ανύποπτους πολίτες, που κρατεί παράνομα χωρίς επικοινωνία με συνηγόρους υπεράσπισης. Και όλα αυτά τα «κατορθώματα» θεωρούνται φυσιολογικά, αφού άλλωστε είναι μέσα στο πλαίσιο του δόγματος «νόμος και τάξη», που τους τελευταίους μήνες χρωματίζεται από το αίμα των θυμάτων μιας σταθερά αυξανόμενης βαριάς εγκληματικότητας. Και αυτό, γιατί προφανώς στις άμεσες προτεραιότητες της πολιτικής και φυσικής ηγεσίας της Ελληνικής Αστυνομίας δεν είναι η αποτελεσματική αντιμετώπιση του κοινού και οργανωμένου εγκλήματος των διαφόρων μαφιών αλλά η «κάθαρση των Εξαρχείων», η εξάλειψη του Ρουβίκωνα και η εξόντωση των μπαχαλάκηδων, που ασφαλώς και παραβιάζουν τους νόμους με προσβολές της οικιακής ειρήνης, φθορές ξένης ιδιοκτησίας και άλλα συναφή πλημμελήματα και πρέπει να διωχθούν ποινικά και να δικασθούν, αλλά οι εγκληματικές πράξεις τους δεν συγκρίνονται με τις απεχθείς και βάναυσες προσβολές των πιο σημαντικών εννόμων αγαθών του ανθρώπου, όπως είναι, η ζωή, η σωματική ακεραιότητα και η υγεία, που πλήττονται και κινδυνεύουν από τα βαρύτατα κακουργήματα του κοινού και κυρίως του οργανωμένου εγκλήματος.
Αποδιοργανώνεται και ιδιωτικοποιείται η κοινωνική ασφάλιση και όλο αυτό βαπτίζεται εκσυγχρονισμός του ασφαλιστικού συστήματος.
Απαγορεύεται η ποινική δίωξη τραπεζιτών και μελών του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που διαχειρίζονται ανεξέλεγκτα δημόσια περιούσια, και όλο αυτό πλασάρεται ως συνταγματικά ανεκτό και παράλληλα αναγκαίο για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος μέτρο.
Χορηγείται ποινική ασυλία στα μέλη – επιστήμονες και πολιτικά στελέχη της ΝΔ – τριών Επιτροπών, που διαχειρίζονται την πανδημική κρίση με ολέθριες συνέπειες για τη ζωή, την υγεία και την περιουσία των πολιτών και μάλιστα απαγορεύεται ακόμη και η ένορκη μαρτυρική εξέταση τους από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές και όλα αυτά δικαιολογούνται ως προστασία των ωφελούμενων από άδικες μηνύσεις «ψεκασμένων» πολιτών, χωρίς να παραβιάζεται η διάκριση των εξουσιών, η ισότητα των πολιτών, το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, η οποία ήδη ερευνά ποινικές ευθύνες πολιτικών και επιστημονικών στελεχών ύστερα από αυτεπάγγελτες εισαγγελικές παραγγελίες.
Ψηφίζονται νόμοι παγκόσμιας πρωτοτυπίας, που επιβάλλουν μόνιμη παρουσία αστυνομικών στους χώρους των Πανεπιστημίων και όλο αυτό καθαγιάζεται ως προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ακώλυτης διακίνησης ιδεών.
Ασφαλώς η παραπάνω καταγραφή δεν είναι εξαντλητική, εντούτοις όμως αρκεί ως ισχυρός ενδείκτης των στρεβλώσεων του πολιτεύματος.
Οι κυρίαρχες δυνάμεις και η εντολοδόχος τους Κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη προσπαθούν να εμφανίσουν την παραπάνω πρακτική ως υλοποίηση προεκλογικών δεσμεύσεων, που εγκρίθηκαν από το εκλογικό σώμα, το οποίο εδώ λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Έτσι η προαναφερόμενη κυβερνητική πρακτική, που προσβάλει αξίες και αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος, ψευδεπιγράφεται ως πραγμάτωσή του, ενώ στην ουσία πρόκειται για παραπολίτευμα, που αντιπαρατίθεται και υποκαθιστά το πολίτευμα.
Με αυτό τον τρόπο επιδιώκεται και συχνά επιτυγχάνεται ο εθισμός των πολιτών σε μια καινοφανή «ομαλότητα» και ακόμη περισσότερο η συμφιλίωση με μια διαστροφή του περιεχομένου των αρχών και κανόνων λειτουργίας της δημοκρατίας.
Εδώ ακριβώς πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή των πολιτικών κομμάτων, λιγοστών ΜΜΕ, που αντιστέκονται στον εκμαυλισμό των κυβερνητικών δώρων και χορηγών, των ενεργών στο Διαδίκτυο πολιτών και άλλων παραγόντων του δημοσίου βίου, που δεν έχουν υποκύψει στη γοητεία της εξουσίας.
Η λαϊκή ανοχή στη παραπάνω πρακτική με τη δύναμη της συνήθειας μπορεί να μετατραπεί σε πολιτικό μιθριδατισμό με καταστροφικές συνέπειες για τη δημοκρατική ομαλότητα, γι’ αυτό απαιτείται επιμονή και συντονισμένη προσπάθεια ώστε να αποκαλυφθεί ο κίνδυνος, όταν οι πολίτες εθίζονται να θεωρούν το ανώμαλο ως ομαλό, το απαράδεκτο ως παραδεκτό, το αφύσικο ως φυσικό, το παράνομο ως νόμιμο.
Χωρίς αποτροπή αυτού κινδύνου δυσχεραίνεται η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η επάνοδος της δημοκρατικής ομαλότητας με την επιβεβλημένη ήττα των ολέθριων για τη δημοκρατία και κοινωνία πρακτικών του παραπολιτεύματος, που υιοθετεί και επιβάλλει η Κυβέρνηση της Ν.Δ.
Το άρθρο του Γιάννη Μαντζουράνη δημοσιεύθηκε στο mantzouranisgiannis.gr