Γιατί ο Ζαν Πολ Σαρτρ αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ

«Ο συγγραφέας πρέπει να αρνηθεί να μετατρέψει τον εαυτό του σε όργανο, ακόμα κι αν αυτό συμβαίνει κάτω από τις πιο τιμητικές περιστάσεις, όπως στην προκειμένη περίπτωση” είπε στις δηλώσεις του στον Τύπο. “Αυτή η στάση είναι φυσικά, εντελώς δική μου και δεν περιέχει καμία κριτική σε όσους έχει ήδη απονεμηθεί το βραβείο. Αν υπογράφω τώρα ως Jean-Paul Sartre, δεν θα είναι το ίδιο πράγμα με το να υπογράψω ως ο βραβευμένος με Νόμπελ Jean-Paul Sartre. Δεν θα δεχτώ ποτέ βραβείο είτε είναι σακί με πατάτες είτε Νόμπελ».

Με αυτά τα λόγια ο Ζαν Πολ Σαρτρ αρνήθηκε να παραλάβει το Νόμπελ λογοτεχνίας, το οποίο του απονεμήθηκε στης 22 Οκτωβρίου 1964. Όταν μάλιστα υπήρξαν αρχικά οι φήμες ότι θα είναι υποψήφιος, εκείνος έγραψε στη Σουηδική Ακαδημία για να τους ζητήσει να βγάλουν το όνομά του από τις υποψηφιότητες. Αλλά δεν έγινε και έτσι αρνήθηκε να το παραλάβει. Μαζί με το βραβείο θα έπαιρνε και 273 χιλιάδες σουηδικές κορόνες.

από τη Μυρτώ Τζώρτζου

Η Ακαδημία τον επέλεξε ανάμεσα σε 76 υποψήφιους «για τη δουλειά του που, πλούσια σε ιδέες και γεμάτη με το πνεύμα της ελευθερίας και της αναζήτησης της αλήθειας, έχει ασκήσει εκτεταμένη επιρροή στην εποχή μας».

Κάτι παρόμοιο είχε κάνει και το 1939, τότε που υπηρετούσε στον γαλλικό στρατό ως μετεωρολόγος, πριν συλληφθεί από τα γερμανικά στρατεύματα το 1940. Έμεινε εννέα μήνες ως αιχμάλωτος πολέμου και στη συνέχεια το 1945 του προσφέρθηκε το ύψιστο βραβείο, να γίνει μέλος της Λεγεώνας της Τιμής (Légion d’ honneur). Όμως ο Σαρτρ είπε και εκεί «όχι». Ακολούθησε κι η απόρριψη έδρας στο Κολέγιο Γαλλίας.

Ο στοχαστής του υπαρξισμού ξεσήκωσε αντιδράσεις με αυτή του την απόφαση. Οι ομοϊδεάτες του τον κατηγόρησαν ότι σνομπάρει την Ακαδημία και οι συντηρητικοί αντίπαλοί του ότι για άλλη μια φορά φάνηκε αχάριστος ακόμα και στους θεσμούς.

Θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και πολιτικός ακτιβιστής, ο Γάλλος Ζαν Πολ Σαρτρ ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές της γαλλικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα και η κινητήριος δύναμη πίσω από τον υπαρξισμό.

Γεννημένος στο Παρίσι στις 21 Ιουνίου του 1905 σε αστική οικογένεια, σπούδασε Φιλοσοφία. Ο στρατιωτικός πατέρας του είχε πεθάνει από κίτρινο πυρετό λίγο πριν τη γέννησή του. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δραστηριότητα.

Ο τάφος του Σαρτρ και της Μποβουάρ στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς στο Παρίσι.

Θεωρούσε ότι οι διανοούμενοι πρέπει να παίζουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και ο ίδιος υπήρξε στρατευμένος διανοούμενος στηρίζοντας τις αριστερές πολιτικές επιλογές του με τη ζωή του και το έργο του.
Ως προς την κριτική για τις πολιτικές του τοποθετήσεις και τη δημόσια υποστήριξη των κομμουνιστικών κυβερνήσεων της εποχής, κατηγορήθηκε ότι λειτουργούσε ως απολογητής των τυραννικών και απολυταρχικών καθεστώτων, ως υποστηρικτής του Μαοϊσμού, του Σταλινισμού και επίσης για τη συμμαχία του με τον Φιντέλ Κάστρο.

Σύντροφος της ζωής του υπήρξε η κατά τρία χρόνια μικρότερή του συγγραφέα, διανοούμενη, φεμινίστρια και μούσα της ζωής του Σιμόν ντε Μποβουάρ με την οποία δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Η σχέση τους ήταν ελεύθερη. Μαζί για πάνω από μισό αιώνα και οι δύο αμφισβήτησαν τις κοινωνικές και πολιτισμικές συμβάσεις του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν, το οποίο θεωρούσαν μεγαλοαστικό και ρηχό ως προς τον τρόπο ζωής και σκέψης.
Μέσα από πολεμικές, πολιτικές και κοινωνικές συρράξεις, οι δυο τους έγραφαν και κατέγραφαν.
Ο Σαρτρ πέθανε από πνευμονικό οίδημα στις 15 Απριλίου 1980 σε ηλικία 75 ετών. Περίπου 50 χιλιάδες άνθρωποι θα παραβρεθούν στην κηδεία του που γίνεται 4 μέρες μετά, στις 19 Απριλίου. Η Μποβουάρ καταβεβλημένη από τη μοναξιά και άρρωστη από πνευμονία και με μόνη παρηγοριά την υιοθετημένη κόρη της Σιλβί Λε Μπον, πέθανε στις 14 Απριλίου του 1986, έξι χρόνια μετά το θάνατο του συντρόφου της, σε ηλικία 78 ετών. Η τελευταία κατοικία τους βρίσκεται στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς στο Παρίσι, όπου είναι θαμμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον.

-Ad-