Παρέμβαση του Αρείου Πάγου ζήτησαν οι δικηγόροι της μητέρας και της αδελφής του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ ο οποίος δολοφονήθηκε τον Απρίλιο 2021 στον Άλιμο προκειμένου να ασκηθεί αναίρεση στην αθωωτική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για τους δύο κατηγορούμενους ως φυσικούς αυτουργούς του εγκλήματος.
Οι δικηγόροι της μητέρας και της αδελφής του Γιώργου Καραϊβάζ επισκέφθηκαν σήμερα Τρίτη (17.9.2024) την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, προκειμένου να ζητήσουν την άσκηση αναίρεσης κατά της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης – λόγω αμφιβολιών – για τους δύο κατηγορούμενους.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται μετά την απόρριψη την προηγούμενη εβδομάδα, από την Εισαγγελία Εφετών της αίτησης τους για άσκηση έφεσης.
Η οικογένεια του δημοσιογράφου είναι αποφασισμένη να εξαντλήσει κάθε ένδικο μέσο προκειμένου να αποκαλυφθεί η αλήθεια για τη δολοφονία του δημοσιογράφου και να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι φυσικοί και ηθικοί.
Όπως δήλωσαν εξερχόμενοι του δικαστικού μεγάρου οι δικηγόροι της μητέρας και της αδελφής του Γιώργου Καραιβάζ, Ρόη Παυλέα και Σπύρος Χαριτάτος, η κυρία Αδειλίνη τους ενημέρωσε πως ήδη έχει παρέμβει αυτεπάγγελτα και έχει αναθέσει σε αντεισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστήριου να μελετήσει το ενδεχόμενο άσκησης αναίρεσης στην πρωτόδικη αθωωτική απόφαση.
Στην αίτηση τους οι δικηγόροι της μητέρας και της αδελφής του δημοσιογράφου τονίζουν πως η απόφαση του ΜΟΔ «πάσχει από απόλυτη ακυρότητα και παραβίαση της δημοσιότητας της δίκης, διότι, όπως διαπίστωσε και η εισαγγελέας της έδρας κι έχει καταγραφεί στα πρακτικά, το αναγνωστέο σχετικό 33 που βρισκόταν σε cd έχει καταστραφεί. Πλην όμως το δικαστήριο θεώρησε, εσφαλμένα, ότι αν και καταστραμμένο μπορεί να θεωρηθεί ως αναγνωσμένο. Ως εκ τούτου, παραβιάστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας κατ´ αρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ά και Γ´ του Κ. Ποιν.Δ και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ. του Κ.Ποιν.Δ. απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και της παραβιάσεως της δημοσιότητας της διαδικασίας.»
Επίσης, τονίζουν πως η πρωτόδικη απόφαση πάσχει από «έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα», προσθέτοντας πως «η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική κι εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, εντείνεται όχι μόνο στην κρίση για την ένοχη ή την αθωότητα αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση…»
Οι δικηγόροι της μητέρας και της αδελφής τονίζουν, επίσης, στην αίτηση τους, πως «ληφθήκαν υπόψη καταφανώς ψευδείς καταθέσεις ενώ η μείζονος αξίας ένορκη κατάθεση του αστυνομικού υπαλλήλου Λάμπρου Κολοβού ο οποίος διαδραμάτισε ρυθμιστικό ρόλο στη διερεύνηση της ανθρωποκτονίας, ουδαμού στο αιτιολογικό της απόρριψης μνημονεύεται.»
Στην αίτηση τονίζεται επίσης «πως ο άνω μάρτυρας κατέθεσε με τρόπο αδιάστικτο, συνεκτιμώντας και αναφερόμενος στους λοιπούς αστυνομικούς μάρτυρες και αναλύοντας το βιντεοληπτικό υλικό.»
Επίσης, επισημαίνεται πως «εν τέλει παραλείφθηκαν άνευ αιτιολογίας βεβαιωτικά της ενοχής των κατηγορουμένων, ήτοι οι εκθέσεις ανάλυσης των καμερών και η παράλληλα κίνηση του οχήματος, συνάμα με την κίνηση της μοτοσικλέτας που μετήλθαν οι δράστες επί δύο συνεχόμενες ημέρες, την 8.4.24 και 9.4.24 και τις ίδιες ώρες.»