Άνοιξε η «αυλαία» της δίκης του αποκαλούμενου «Σαμουράι» που ένα χρόνο νωρίτερα είχε σκοτώσει στην Νέα Ερυθραία υπάλληλο εταιρείας φυσικού αερίου, ενώ είχε τραυματίσει έναν ακόμη.
Ο 41χρονος αντιμετωπίζει τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας σε απόπειρα και τετελεσμένης, κατά συρροή, της παράβασης του νόμου περί ναρκωτικών, της οπλοφορίας και οπλοχρησίας. Ο κατηγορούμενος φέρεται να αντιμετωπίζει σοβαρά ψυχικά προβλήματα, ενώ κυκλοφόρουσε στο διαδίκτυο βίντεο με τον ίδιο ντυμένο σαμουράι και κραδαίνοντας σπαθιά.
«Ήμουν ένας άλλος χαρακτήρας όσο έπαιρνα ουσίες. Θέλω να ζητήσω συγχώρεση από τις οικογένειες των θυμάτων. Είχαμε κάποιους διαπληκτισμούς με τους υπαλλήλους λόγω φασαρίας. Εγώ ως τοξικομανής το τερμάτισα. Έχω μανιοκατάθλιψη από τα 21 μου χρόνια και είχα υποτροπιάσει» είπε κατά τη διάρκεια της πρώτης τοποθέτησης του στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας.
«Ζητώ συγγνώμη, είμαι αρκετά ταραγμένος που βλέπω αυτόν τον άνθρωπο. Το τεχνικό γραφείο που έχω είναι δίπλα στην οικεία του κατηγορούμενου» είπε εμφανώς ταραγμένος ο μάρτυρας που στη συνέχεια περιέγραψε όσα συνέβησαν το μοιραίο απόγευμα.
«Ήταν Σάββατο είχαμε προγραμματίσει το πρωί να πάμε απέναντι να ξεκινήσουμε εργασίες για εγκατάσταση φυσικού αερίου. Φτάσαμε εκεί. Είχε βγει και ιδιοκτήτης μίας μεζονέτας. Προετοιμαζόμασταν είχαμε ξεκινήσει τις εργασίες. Είχαμε κάνει εγκαταστάσεις στη γειτονιά αλλά σε διάστημα έτους. Στο σπίτι μου είχα κάνει και σε ένα άλλο γείτονα. Έμεινα έξω εγώ με το Βασίλη. Μιλούσα στο τηλέφωνο και καθώς το έκλεινα είδα ξαφνικά έναν άνθρωπο ντυμένο στα μαύρα» ανέφερε ο μάρτυρας.
Όπως εξήγησε, ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε απόσταση δυο μέτρων, όταν με «ψυχραιμία και ψυχρότητα» έστρεψε το όπλο του προς τον εργάτη. «Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Ξεκίνησε να πυροβολεί, σχεδόν εξ’ επαφής. Είπε μία φράση για τη σολομωνική που έχεις κάνει σπίτι μου. Δεν ήξερα καν τι σημαίνει. Δεν πρόλαβε να πει ούτε κουβέντα ο Βασίλης. Εγώ πέταξα το τηλέφωνο κάτω. Φώναξα «μη»! Τι κάνεις;» είπε ξεσπώντας σε κλάματα ο μάρτυρας εξηγώντας ότι αρχικά πίστεψε πως το όπλο ήταν ψεύτικο.
«Ήταν τόσο ψυχρά και απότομα, δεν μπορούσαν να φανταστώ ότι κάποιος χωρίς λόγο χρησιμοποιεί ένα όπλο. «Τι κάνεις φώναξε ο Βασίλης κι εγώ φώναξα τι είναι αυτό που κάνεις σταμάτα. Γύρισε σε μένα και είπε τώρα είναι η σειρά του και έστρεψε το όπλο σε μένα. Εγώ είχα χρόνο να αντιδράσω» ανέφερε.
Πρόεδρος: Είχατε πει στην κατάθεση σας πως σας είπε θα φας και εσύ. Μπορείτε να θυμηθείτε τι σας είπε;
Μάρτυρας: Ήταν κάτι σε στιλ τώρα θα φας και εσύ!
Πρόεδρος: Δηλαδή από πριν είχε σχεδιάσει να ρίξει και εσάς ;
Μάρτυρας: Ναι. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μπορεί να σου κάνει ζημιά ένα τέτοιο όπλο. Θυμάμαι με πυροβόλησε δύο φορές, η μία με πέτυχε. Πονούσα φρικτά στο πόδι. Άρχισα να φωνάζω δυνατά βοήθεια μας σκοτώνει. Κυρίως να φοβηθεί ο ίδιος. Αυτό σκέφτηκα.
Πρόεδρος: Είχε αποτέλεσμα αυτό που κάνατε;
Μάρτυρας: Δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν αυτό που τον απέτρεψε. Κατόπιν έμαθα το όπλο ήταν εξάσφαιρο. Έμαθα ότι ανέβηκε επάνω, γέμισε όπλο και προσπάθησε να επιστρέψει για τελειώσει τη δουλειά. Δεν τον είδα να απομακρύνεται.
«Είχε πει, καλά θα δείτε…»
Όταν ο μάρτυρας επιχείρησε να πλησιάσει τον χτυπημένο συνεργάτη του, πόνεσε κι έπεσε στο έδαφος. «Εξ όσων γνωρίζω ο Βασίλης με τον κατηγορούμενο δεν πρέπει να είχαν κάποια επαφή. Η δική μας επαφή ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Πριν 15 ημέρες που φτιάχναμε στην ταράτσα του δικού μου σπιτιού, είχε βγει στην ταράτσα του δικού του σπιτιού και αντάλλαξε κάποιες κουβέντες με μητέρα μου. Το τι τον ενόχλησε δεν μπορώ να σας το πω. Της είχε πει καλά θα δείτε».
Εισαγγελέας: Ακούσατε τίποτα σας φώναζε;
Μάρτυρας: Η πρώτη επαφή ήταν όταν τον είχα ακριβώς μπροστά μου. Μιλούσα με τη γυναίκα μου και ξαφνικά τον βλέπω μπροστά μου…Εμφανίστηκε αυτός, ούτε φώναζε, ήταν ψύχραιμος, ψυχρός και πυροβόλησε. Εγώ είχα και τα δύο κοριτσάκια μου σπίτι, είχαν κλειστεί στο δωμάτιο τους και κρατούσαν αποκριάτικο τόξο φοβόντουσαν ποιος θα μπει μέσα.
«Αξιόλογη γιατρός η μητέρα του»
Κατάθεση έδωσε και η μητέρα του προηγούμενου μάρτυρα, η οποία ανέφερε πως γνώριζε απλώς ότι μια γειτόνισσα της είχε γιο, αλλά δεν τον είχε δει. «Μέχρι δύο-τρία χρόνια πριν, που άκουσα κάτι πυροβολισμούς και είδα να έχει κάτι σαν πιστόλι. Του λέω «τι κάνεις εκεί;» και μαζεύτηκε και εκεί είδα πρώτη φορά το πρόσωπο του. Εγώ τον είδα μία φορά αυτή την συγκεκριμένη. Με τη μητέρα του γνωριζόμουν και είχα και επικοινωνία κάποια χρόνια. Μέχρι περίπου 2000-2002. Ήταν πολύ αξιόλογη γιατρός»
Η μάρτυρας υποστήριξε πως και το προηγούμενο βράδυ γύρω στα μεσάνυχτα, άκουσε δυο πυροβολισμούς. «Αλλά αυτοί δεν ήταν από αεροβόλο, ήταν δυνατοί τρομάζω και φοβήθηκα λίγο και πήγα πίσω από τον τοίχο και κάθισα. Κατέβηκα κάτω μήπως δω κάποιον, τη μητέρα του ή εκείνον. Το επόμενο πρωί, άκουσα γιο μου να φωνάζει «βοήθεια μας σκοτώνει». Ήταν οι ίδιοι πυροβολισμοί με προηγούμενη βραδιά. Είδα αυτόν να περνάει μπροστά από το σπίτι μου αγέρωχος ψύχραιμος, τον κοιτάω και του λέω γιατί σκότωσες τα παιδιά μου και μου λέει καλά τους έκανα!».
Λίγο αργότερα η μάρτυρας ξέσπασε σε κλάματα όταν δεχόταν ερωτήσεις για το «επίδικο περιστατικό», λέγοντας προς το δικαστήριο: «Εσείς το λέτε επίδικο περιστατικό. Εγώ το λέω φονικό! Δεν μπορούμε να ηρεμήσουμε, να ζήσουμε όπως ζούσαμε. Μου φάνηκε ότι είχε κάποια ικανοποίηση. Έφυγε κανονικά με ήρεμο βάδισμα. Εγώ κατέβηκα να βάλω το σώμα μου μπροστά να σώσω το γιο μου!».
Στο δικαστήριο κατέθεσαν και τα δυο αδέλφια του νεκρού εργάτη, που έχουν δηλώσει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας. «Ο Βασίλης όχι μόνο δεν προκαλούσε επεισόδια, ίσα-ίσα ήταν ένας άγγελος, βοηθούσε τον κόσμο», κατέθεσε ο ένας αδελφός του θύματος, ενώ ο δεύτερος συμπλήρωσε πως το θύμα δεν του είχε αναφέρει κάτι περίεργο να συμβαίνει στη δουλειά του.
«Δεν είχε διαφορές με κανέναν. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι μου τηλεφώνησαν και μου είπαν ότι ο Βασίλης είχε ένα ατύχημα στη δουλειά και τον μεταφέρουν στο ΚΑΤ. Ο αδελφός μου ήταν ένας πολύ ήσυχος άνθρωπος. Ήταν πολύ αγαπητός σε όλους».