Η μέρα που συνέλαβαν τον Τσε Γκεβάρα

Φθινόπωρο του 1966. Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα βρίσκεται στη Βολιβία για να συνεχίσει το επαναστατικό του έργο. Φτάνει στη χώρα μεταμφιεσμένος σε μεσόκοπο Ουρουγουανό έμπορο ονόματι Adolfo Mena Gonzalez.

Ο Τσε θεωρούσε τη Λατινική Αμερική ως μια πολιτιστική και οικονομική ενότητα για την απελευθέρωση της οποίας θα χρειαζόταν κοινή στρατηγική. Εκείνον τον καιρό την πάμφτωχη Βολιβία κυβερνούσε η χούντα του στρατηγού Ρενέ Μπαριέντος (1964-1929).

Ο Τσε με απόλυτα μυστικό τρόπο κινείται στη ζούγκλα της Σάντα Κρους με 50 άντρες αντάρτες. Η πρώτη μάχη με το στρατό δίνεται τον Μάρτη του 1967. Ο στρατηγός Μπαριέντος ζητάει να βρεθεί άμεσα και να συλληφθεί. Θέλει να κρεμάσει το κεφάλι του σε κεντρικό φανάρι της Λα Παζ.

Παράλληλα ενεργοποιείται και η CIA που εξοπλίζει τις ειδικές δυνάμεις του βολιβιανού στρατού με ό,τι τελευταίο σε τεχνολογία και παρέχει επίσης και ειδικούς συμβούλους. Πολλοί στρατιώτες έχουν μεταμφιεστεί σε χωρικούς και είναι διάσπαρτοι σε όλα τα σημεία ώστε να σημάνουν συναγερμό αν δουν τους αντάρτες να περνάνε από εκεί.

Τον κυνηγούν λυσσαλέα. Έτσι ο Τσε και οι άντρες του αναγκάζονται να μετακινούνται συνέχεια, στερώντας τους έτσι τη δυνατότητα της οργάνωσης. Παράλληλα έχουν να αντιμετωπίσουν αρρώστιες και πείνα.

Διωκόμενος συνεχώς αλλά και έχοντας και το άσθμα να τον βαραίνει, ο Γκεβάρα βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η ομάδα του διασπάται σε μικρότερες ομάδες. Πολλοί σύντροφοί του συλλαμβάνονται και εκτελούνται.

Δυστυχώς τα πράγματα είναι δύσκολα. Ο κλοιός στενεύει γύρω από τον Αργεντίνο επαναστάτη. Υπάρχουν πάντα κάποιοι πρόθυμοι να μιλήσουν.

Έτσι οι βολιβιανές δυνάμεις, με τη βοήθεια των Αμερικανών, εντοπίζουν το κρησφύγετό του χάρη σε κάποιες πληροφορίες από ντόπιους χωρικούς.

Συγκεκριμένα τον εντοπίζει ένα αγρότης του χωριού Λα Χιγκέρα που τον είδε να περπατάει. Είναι αυτός τρέχει να ειδοποιήσει τον τοπικό στρατιωτικό διοικητή της περιοχής Γκάρι Πράδο Σαλμόν.

Είναι Σάββατο πρωί, 8 Οκτωβρίου 1967. Ο Τσε βρίσκεται στην τοποθεσία Κεμπράδα Ντελ Ιούρο. Ο καιρός είναι ζεστός. Ο βολιβιανός στρατός καταφέρνει και τον περικυκλώνει μαζί με 16 άντρες του στον ξηροπόταμο της περιοχής.

Οι τελευταίες ώρες του Τσε

1 και 10 ξεσπάει σύγκρουση. Δίνεται σκληρή μάχη. Οι περισσότεροι από τους συντρόφους του Τσε σκοτώνονται. Μεταξύ των νεκρών είναι και οι σωματοφύλακές του, Αντόνιο και Πάντσο.

Ο Τσε τραυματίζεται από πυρά στο αριστερό του πόδι. Το όπλο του έχει καταστραφεί. Παρά τον τραυματισμό του προσπαθεί να διαφύγει.

Υποβασταζόμενος από τον Σιμόν Κούμπα («Γουίλι»), έναν επαναστάτη εργάτη από τα ορυχεία του Χουανίνι, πέφτει τελικά στα χέρια τριών στρατιωτών του Πράδο.

Την καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθεί επίσης από την πρώτη στιγμή η CIA, με επικεφαλής τον πράκτορα Φέλιξ Ροδρίγκες (Félix Rodríguez), ο οποίος μεταφέρει την πληροφορία της σύλληψής του στο αρχηγείο της υπηρεσίας του και σύντομα μεταβαίνει στο μέρος εκεί.

8 Οκτωβρίου 1967, απόγευμα. Η είδηση της σύλληψής του φτάνει με κωδικοποιημένο μήνυμα στο αρχηγείο της κωμόπολης Βαγιεγκράντε: «Papa cansado» (ο μπαμπάς-κωδική ονομασία του Τσε- είναι κουρασμένος-δηλαδή τραυματισμένος).
Δίνεται εντολή να μεταφερθεί ο Τσε μαζί με τους άλλους κρατούμενους στη Λα Ιγκέρα. Στρατιώτες τον κουβαλούν μέσα σε μια κουβέρτα. Φτάνουν στο χωριό λίγο μετά τη Δύση και κλείνονται στο εγκαταλελειμμένο σχολείο.
Το τέλος έχει έρθει. Η εντολή του προέδρου της Βολιβίας, ορκισμένου αντικομουνιστή, είναι να εκτελεστεί ο Τσε πάση θυσία.

Και έτσι την επομένη, 9 του Οκτώβρη, μεσημέρι ο λοχίας Μάριο Τεράν Σαλασάρ, αξιωματικός του στρατού της Βολιβίας, ο οποίος προσφέρεται οικειοθελώς να εκτελέσει τον Τσε, τον γαζώνει στην κυριολεξία με ημιαυτόματο όπλο.

Ο Γκεβάρα στα 39 του χρόνια είναι νεκρός. Το πτώμα του εκτίθεται σαν τρόπαιο στο γειτονικό χωριό Βαγιεγκράντε, εικόνα που απαθανατίζει ο δημοσιογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου Μαρκ Ιτέν.

Ο λοχίας Σαλασάρ πέθανε πριν από λίγους μήνες, τον Μάρτιο του 2022, σε ηλικία 80 ετών. Όταν πήρε σύνταξη, προσπάθησε να παραμείνει ανώνυμος, αποφεύγοντας τον Τύπο. Για καιρό διατεινόταν πως ο δολοφόνος του Γκεβάρα δεν ήταν ο ίδιος αλλά κάποιος άλλος στρατιωτικός με το ίδιο ονοματεπώνυμο.

Μυρτώ Τζώρτζου