1. Στο κοινοβουλευτικό σύστημα, που ισχύει κατά το Ελληνικό Σύνταγμα, ένα κυβερνόν κόμμα χάνει την κυβερνητική εξουσία όταν η κυβέρνηση:
α) παραιτείται και ταυτόχρονα προκηρύσσει βουλευτικές εκλογές
β) απωλέσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών
γ) ηττηθεί στις γενικές βουλευτικές εκλογές
Είναι πλέον ή βέβαιον ότι η Κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη δεν επιθυμεί, αλλά ακόμη και εάν θέλει, δεν μπορεί να παραιτηθεί και παράλληλα να προκηρύξει βουλευτικές εκλογές άμεσα. Και αυτό, γιατί η ντόπια ελίτ δεν πρόκειται να διακινδυνεύσει τη λεία της από τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, όταν διαθέτει μια κυβέρνηση πειθήνια στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Έτσι δεν επιτρέπει στον Κ. Μητσοτάκη παραίτηση και πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Δεν επιλέγεις ένα αβέβαιο ενδεχόμενο, όπως είναι το εκλογικό αποτέλεσμα, όταν κρατάς στα χέρια σου το σίγουρο και υπάκουο.
Εξίσου αδιαμφισβήτητη είναι και η διατήρηση της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας της Βουλής προς την κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη. Άλλωστε είναι βέβαιον ότι και σε περίπτωση διεξαγωγής δεύτερων εκλογών, με το εκλογικό σύστημα που πρότεινε ο Κ. Μητσοτάκης και ψήφισαν οι βουλευτές της ΝΔ δεν μπορεί να προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ, και πολλοί νυν βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος θα βλέπουν τα βουλευτικά έδρανα με τηλεσκόπια.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η προκήρυξη γενικών βουλευτικών εκλογών είναι αρμοδιότητα του Πρωθυπουργού, που σημαίνει ότι ο χρόνος διεξαγωγής τους επιλέγεται, όταν υπάρχουν ευνοϊκές για τον Πρωθυπουργό και το κόμμα του συνθήκες.
2. Με αυτά τα δεδομένα:
α) Η κατάθεση πρότασης δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη από τον Αλέξη Τσίπρα, με ταυτόχρονο αίτημα διενέργειας βουλευτικών εκλογών, δεν πρόκειται να προκαλέσει πτώση της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη και επίσπευση της εκλογικής αναμέτρησης. Θα τοποθετήσει όμως τον Κ. Μητσοτάκη στο επίκεντρο μιας σκληρής κριτικής, ή ακόμη και αδυσώπητης πολεμικής από την αξιωματική αντιπολίτευση, με τη σύμπλευση και των λοιπών κομμάτων της αντιπολίτευσης, σε μία περίοδο, που η διαχειριστική ανικανότητα του κυβερνητικού σχήματος είναι ολοφάνερη και πανθομολογούμενη. Ακόμα και ο κ. Μητσοτάκης υποχρεώθηκε εκών άκων σε – έστω και προσχηματική – δημόσια δήλωση συγγνώμης, δηλαδή σε ομολογία διαχειριστικής αδυναμίας της πρόσφατης κρίσης λόγω μίας έντονης χιονόπτωσης.
β) Η στήριξη της πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη, με ταυτόχρονη άρνηση του αιτήματος προσφυγής στην κάλπη, εκ πρώτης όψεως εμφανίζεται ως αντίφαση προς εαυτόν (contradictioninse), πλην όμως έχει και άλλη ανάγνωση, που αίρει αυτή την αντίφαση. Κι αυτό, γιατί ένα κόμμα μπορεί να ψηφίζει υπέρ της πρότασης μομφής, δηλαδή να θέλει την πτώση της κυβέρνησης, και ταυτόχρονα να μην επιδιώκει τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών, επειδή επιθυμεί να προκύψει μια άλλη κυβέρνηση με άλλον πρωθυπουργό από την υπάρχουσα Βουλή. Αυτή η επιλογή είναι συνταγματικά ανεκτή αλλά πολιτικά επικίνδυνη, γιατί αφήνει περιθώρια για αναζήτηση λύσεων στα όρια της δημοκρατικής νομιμότητας. Ουδείς δικαιούται να λησμονεί την μετά την αποπομπή του Γιώργου Παπανδρέου εξαμβλωματική επιλογή της κυβέρνησης Παπαδήμου και στη συνέχεια την «παρά φύσιν» κυβερνητική σύμπραξη Σαμαρά και Βενιζέλου.
Ωστόσο, η ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος προϋποθέτει πληροφόρηση των πολιτών για τις θέσεις των κομμάτων και ιδίως σε κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι ο σχηματισμός άλλης Κυβέρνησης από την ίδια Βουλή.
Συνεπώς εύλογη απαίτηση κάθε δημοκρατικού ανθρώπου από τα δημοκρατικά κόμματα είναι καθαρές θέσεις χωρίς κενά και ερωτηματικά. Εξάλλου, κατά τον Τζώρτζ Όργουελ «κάποιο πρόβλημα υποκρύπτεται, όταν τα πράγματα δεν ονοματίζονται με το πραγματικό όνομά τους και εγκαταλείπεται ο απλός και ευθύς λόγος».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο ieidiseis.gr