Η τραγωδία του ΄91 στο «Κ. Μαρούσης» και τι ανέφερε ο γιος του ιδιοκτήτη

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου του 1991, Αθήνα. Μια μέρα μετά τη δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα στην Πάτρα από ομάδες κρούσης της ΟΝΝΕΔ.

Ξεκινούν διαδηλώσεις στην Αθήνα για αυτή την πραγματικά απίστευτη δολοφονική επίθεση. Περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι παίρνουν μέρος στη μεγαλύτερη συγκέντρωση εκείνων των χρόνων.

Γράφει η Μυρτώ Τζώρτζου

Ταυτόχρονα με την πορεία ξεσπούν και κάποια μικροεπεισόδια, τα οποία καταλήγουν σε πολύωρες συγκρούσεις με τα ΜΑΤ. Όταν, όμως, ολοκληρώνεται η μαθητική πορεία, το κέντρο της πρωτεύουσας παραδίνεται στην κυριολεξία στη φωτιά και το χάος.

Οδοφράγματα στήνονται σε όλους τους κεντρικούς δρόμους Πανεπιστημίου, Αθηνάς, Πειραιώς, 3ης Σεπτεμβρίου. Γύρω στις 4 το απόγευμα καταστρέφονται τα γραφεία της Ν.Δ. Λίγο αργότερα, γίνεται συντονισμένη προσπάθεια από τις δυνάμεις των ΜΑΤ, την Πυροσβεστική, αλλά και από ένα ελικόπτερο της Αστυνομίας προκειμένου να «καθαριστούν» η Πατησίων και η Ομόνοια από τους εκατοντάδες διαδηλωτές.

Η επιχείρηση της ΕΛ.ΑΣ. φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα. Αντί να σκορπιστούν, οι διαδηλωτές παραμένουν εκεί. Στήνονται οδοφράγματα και υπάρχουν παντού φωτιές. Η κατάσταση είναι πολύ άσχημη. Από την Αθηνάς μέχρι το Μοναστηράκι και από την Πειραιώς μέχρι τη Γεωπονική…ένα πραγματικό χάος,

Ένα από τα αμέτρητα δακρυγόνα που ρίχνονται κατά των διαδηλωτών προκαλεί πυρκαγιά στη διασταύρωση της οδού Θεμιστοκλέους με την Πανεπιστημίου, στο βιβλιοχαρτοπωλείο Λίβα. Η φωτιά αυτή εξαπλώνεται και στο κτίριο του «Κ. Μαρούση». Στο σημείο σπεύδουν πυροσβεστικές δυνάμεις, οι οποίες όμως δέχονται επίθεση με χημικά και αναγκάζονται να υποχωρήσουν. Αν και το κατάστημα ρούχων ήταν ευτυχώς κλειστό, στους υπόλοιπους ορόφους του εργάζονταν αρκετοί ελεύθεροι επαγγελματίες και επιχειρηματίες που διατηρούσαν γραφεία στην περιοχή. Και ήταν εκείνη την ώρα εκεί.

Η Πυροσβεστική προσπαθεί να σβήσει τη φωτιά.

Όταν η πυρκαγιά σβήσει μετά τα μεσάνυχτα, θα ανασυρθούν νεκροί από ασφυξία ο 32χρονος επιχειρηματίας Περικλής Ρεπάκης, ο οποίος είχε στον 6ο όροφο γραφείο μηχανογράφησης, ο 57χρονος δικηγόρος Μανόλης Κοντόπουλος, ο οποίος βρέθηκε εγκλωβισμένος στο ασανσέρ, ο 59χρονος χρυσοχόος Ιωάννης Νεμετζίδης, ο οποίος εργαζόταν στον 1ο όροφο και ένας νέος, ο οποίος απανθρακώθηκε χωρίς ποτέ να αναγνωριστεί. Οι πορείες διαμαρτυρίας, καταλήψεις και συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής θα συνεχιστούν για τα επόμενα 24ωρα έως ότου ο τότε υπουργός Παιδείας Γιώργος Σουφλιάς ανακοινώσει ότι αποσύρονται τα νομοσχέδια που είχαν προκαλέσει εξαρχής την αντίδραση του κόσμου.

Σχετικά με τα αίτια αυτής της πυρκαγιάς υπήρξαν διάφορες εκδοχές. Η ένορκη διοικητική εξέταση που γίνεται από την αρμόδια υπηρεσία αναφέρει «εμπρησμό του κτιρίου από αναρχικούς».

Έπειτα από λίγο καιρό, σύμφωνα με το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (3418/1997), η πυρκαγιά χαρακτηρίζεται βομβιστική ενέργεια και αποδίδεται είτε σε ρίψη βόμβας μολότοφ από κάποιους αναρχικούς είτε σε δακρυγόνο που εκτοξεύτηκε από αστυνομικούς.

Από τον Τύπο της εποχής.

Η μαρτυρία του Δημήτρη Μαρούση, γιου του ιδιοκτήτη του καταστήματος «Κ. Μαρούσης», δεκαεννέα χρόνια μετά στην εφημερίδα «Espresso της Κυριακής» είναι συγκλονιστική:

«Εγώ ήμουν μέχρι τις 18:00 στο κατάστημα. Κάποια στιγμή που άρχισαν οι συμπλοκές, έφυγα να πάω στο εργοστάσιο να πάρω νοβοπάν για να προστατεύσω το μαγαζί που ήταν στο ισόγειο. Στο διάστημα αυτό, μου είπαν ότι πήρε φωτιά. Ο κόσμος είχε εγκλωβιστεί στους πάνω ορόφους από τους καπνούς. Έγινε παρανάλωμα του πυρός. Το μαγαζί κάηκε ολοσχερώς. Στη συνέχεια, με νόμους του κράτους βγήκε απόφαση να πάρουμε τότε αποζημίωση 600 εκατομμύρια Ελληνικές δραχμές και από αυτά πήρα μόνον 79.000 ευρώ. Να σκεφτείτε ότι τα πήρα το 2002 παρακαλώ. Έκαναν έντεκα χρόνια να μου δώσουν αυτό το ποσόν».